Sunday, March 6, 2011

Παραδοσιακά

Δεν ξέρω αν ισχύει μόνο στην Ελλάδα –υποπτεύομαι πως όχι, αν και κατά πάσα πιθανότητα εδώ ισχύει πιο πολύ από ό,τι αλλού– αλλά μια από τις πιο κακοπαθημένες λέξεις της καθημερινότητας όλων μας, πολεμικοτεχνιτών και μη, είναι η παράδοση και τα παράγωγά της. Δεν υπάρχει περίπτωση να ανοίξεις τηλεόραση, ραδιόφωνο ή περιοδικό, δεν υπάρχει περίπτωση να πας σε μαγαζί (από σούπερ μάρκετ μέχρι βιβλιοπωλείο –αν και αυτά τα δύο ενίοτε ταυτίζονται) και δεν υπάρχει περίπτωση να περπατήσεις στον δρόμο και να μην πάρει το μάτι σου ή το αυτί σου τον χαρακτηρισμό «παραδοσιακό», σχεδόν πάντοτε ως ταυτόσημο του «ποιοτικού» ή, έστω, του «ποιοτικότερου», έναντι κάποιου άλλου αντικειμένου το οποίο δεν είναι «παραδοσιακό».

Οι πολεμικές τέχνες δεν αποτελούν εξαίρεση στο φαινόμενο αυτό –και γιατί να αποτελούν εδώ που τα λέμε; Ουκ ολίγες φορές, μια άσκηση, μια τεχνική, ένα κάτα, μια ολόκληρη τέχνη νομιμοποιούνται με τη φράση «έτσι γίνεται παραδοσιακά», ενώ δεν είναι λίγες οι φορές ¬που οι επισκέπτες ενός ντότζο εμφανίζονται με το αίτημα να μάθουν κάτι «παραδοσιακό» ή φεύγουν από το ντότζο επειδή αυτό που διδάσκεται είναι «παραδοσιακό» και αυτοί θέλουν κάτι άλλο κ.λπ. Για κάποιον λόγο, μια «παραδοσιακή» τέχνη (όπως και μια «παραδοσιακή» γραβιέρα άλλωστε) είναι καλύτερη από μια «μη παραδοσιακή»· οι δε ασκούμενοι σε μια τέτοια τέχνη (και, συνεπώς, υπερασπιστές της), θέτουν αυτό της το χαρακτηριστικό ως κύριο επιχείρημα σε οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από αυτή.

Το πρόβλημα είναι πολυδιάστατο. Κατ’ αρχάς, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, αυτό που καλείται «παραδοσιακό», δεν έχει τα φόντα να καλείται έτσι –τέχνες όπως το Καράτε, το Αϊκίντο, το Τζούντο ή το Κέντο είναι τόσο φρέσκιες στο κουρμπέτι, που και μόνο ο χαρακτηρισμός κάποιων στιλ ως «παραδοσιακών», μόνο ως αστείο μπορεί να θεωρηθεί. Picture it: Το 1977 (υποπτεύομαι και παλαιότερα, όμως το όριο του γράφοντος είναι κάπου εκεί), το Καράτε του Μιγιάγκι (όχι του Μίστερ, του Τσοτζούν) ήταν παραδοσιακό και το Σότοκαν του Φουνακόσι όχι –εν ολίγοις, ένα Καράτε ηλικίας (τότε) 100 ετών ήταν παραδοσιακό, ενώ ένα καράτε ηλικίας (τότε) 60, δεν ήταν. Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, το Σότοκαν του Φουνακόσι είναι παραδοσιακό και το Εντ Πάρκερ Κένπο δεν είναι. Εν ολίγοις, με το που κλείνει κάτι έναν αιώνα ζωής, αυτομάτως χαρακτηρίζεται «παραδοσιακό» –περί αυτού πρόκειται;

Ψυχή βαθιά που έλεγε και η κ. Νένα. Εκατό χρόνια δεν αρκούν για να χαρακτηρίσουμε κάτι ως παραδοσιακό, ειδικά με τα δεδομένα μακροζωίας της Άπω Ανατολής. Και όταν λέω μακροζωίας, δεν εννοώ μόνο των ανθρώπων –προκειμένου κάτι να χαρακτηριστεί παραδοσιακό, θα πρέπει να αποδειχθεί εμπράκτως ότι η ουσία του έχει καταφέρει να διαρκέσει και να εξελιχθεί κόντρα σε μια πλειάδα αντιξοοτήτων, μια από τις οποίες είναι ο χρόνος όπως αυτός περνάει πάνω από την ίδια την τέχνη. Μ’ άλλα λόγια, μπορεί μια τέχνη να επιζήσει πέρα από μια-δυο γενιές δασκάλων; Λεπτομέρεια: όταν λέμε «γενιές», δεν εννοούμε «σειρές» όπως στον Ελληνικό Στρατό ή στα σχολεία –εννοούμε γενιές 35-40 ετών.

Και άντε και λύσαμε, που λέει ο λόγος, τι εννοούμε όταν αποκαλούμε κάτι παραδοσιακό (κάτι που υπάρχει τουλάχιστον 200-300 χρόνια, έτσι για να συνεννοούμαστε), πώς λύνουμε την ταύτιση της παράδοσης με την ποιότητα; Μια τιμημένη παράδοση (ενάμισι αιώνα, αλλά έχω την εντύπωση ότι δεν πρόκειται να εξαφανιστεί αύριο μεθαύριο, παρά τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις) κάποιων περιοχών του βαθέος νότου των Η.Π.Α., είναι το να βγαίνεις τις νύχτες έξω, φορώντας κάτι λευκές μυτερές κουκούλες και να καις σταυρούς στις αυλές των μαύρων. Επίσης συγκεκριμένες περιοχές διαφόρων χωρών, μηδέ της παρούσης εξαιρουμένης (από ό,τι ακούω), έχουν την τιμημένη παράδοση της καλλιέργειας εκείνου του χορταριού που οι επιστήμονες αποκαλούν Cannabis Sativa, υποείδος Indica –για κάποιον λόγο, παρά την αντοχή τους στον χρόνο, οι συγκεκριμένες παραδόσεις δεν τυγχάνουν καλής φήμης. Γιατί άραγε;

Πιθανότατα, επειδή οι άνθρωποι έκαναν, γκουχ, γκουχ, ανοησίες πάντοτε. Ακόμα και την ηρωική εποχή των σαμουράι, υπήρχαν σχολές ξιφομαχίας που ήταν για τα πανηγύρια (και, ναι, κάποιες από αυτές σώζονται ως σήμερα, γεγονός που αποδεικνύει ότι η θεωρία του Δαρβίνου δεν είναι 100% σωστή)· όπως είπαμε παραπάνω, αυτό που χαρακτηρίζει την ποιότητα μιας τέχνης, και γενικότερα μιας παράδοσης, είναι η αντοχή της και η εξέλιξή της απέναντι σε μια σειρά δοκιμασιών. Το επιχείρημα «επειδή έτσι γίνεται εδώ και 200 χρόνια, άρα είναι καλό», είναι ατυχές επειδή (α) είναι σχεδόν βέβαιο ότι δε γίνεται «έτσι» εδώ και 200 χρόνια, και, (β) επειδή οι άνθρωποι πριν από 200 χρόνια δεν ήταν πιο σοφοί από ό,τι είναι σήμερα –οι άνθρωποι που πριν από εκατό χρόνια μας έφεραν το Κέντο, ζούσαν την ίδια εποχή (χώρια που ενίοτε ήταν και οι ίδιοι άνθρωποι) που μας έφερε και τον βιασμό του Νανκίνγκ. Και αν αυτό δε λέει τίποτα για το Κέντο (και όντως δε λέει), λέει πολλά για το πώς αντιλαμβανόμαστε εμείς εκείνους τους ανθρώπους, τι αξία τους δίνουμε και γιατί.

Όλοι οι λαοί δίνουν αξία στις παραδόσεις τους –και καλά κάνουν. Γιατί η παράδοση είναι αυτό που μας συνδέει με τις παλιές εποχές, μας μαθαίνει από πού ερχόμαστε και μας βοηθάει να αντιληφθούμε πού είμαστε και πού θέλουμε να πάμε. Όμως από το σημείο αυτό, μέχρι του σημείου να τη θεωρήσουμε ως την απόλυτη απάντηση για τα πάντα, απαιτείται ένα Κιρκεγκωριανό άλμα το οποίο οι περισσότεροι δεν αντιλαμβάνονται καν ότι διαπράττουν. Το αστείο είναι, ότι δεν είναι δύσκολο να το αντιληφθείς –αρκεί να σκεφτείς ότι αυτό που σήμερα είναι «παραδοσιακό», κάποτε δεν ήταν και ότι όταν εμφανίστηκε, οι άνθρωποι το αντιμετώπισαν με τον ίδιο σκεπτικισμό που και εμείς σήμερα αντιμετωπίζουμε τα «μη παραδοσιακά» πράγματα…

...ναι, και αυτό...

No comments: