Sunday, March 6, 2011

Δικαιολογίες…

Η τεχνική ήταν δύσκολη –σε αυτό συμφωνούσαν τόσο οι νεότεροι που την έκαναν για πρώτη φορά, όσο και οι παλιότεροι που είχαν σπάσει τα μούτρα τους επάνω της προ πολλού. Απαιτούσε συγκέντρωση, πολύ καλό συγχρονισμό και μια ιδιαίτερη άνεση στο να μπορείς να κινήσεις τα χέρια σου ανεξάρτητα από τα πόδια σου (ΟΚ, τα παραπάνω περιγράφουν περίπου το 75% των τεχνικών όλων των πολεμικών τεχνών, όμως εδώ μιλάμε για πολύ δύσκολο πράγμα). Όσοι την είχαμε δουλέψει στο παρελθόν καταφέραμε –σιχτιρίζοντας, παρ’ όλα αυτά– να την κάνουμε, ενώ όσοι δεν την είχαν ξαναδεί ή την είχαν ξαναδεί αλλά δεν την είχαν δουλέψει, ακολουθούσαν την τιμημένη παράδοση των απανταχού νεοσύλλεκτων: κάνε ό,τι μπορείς, προσποιήσου τα υπόλοιπα και έλπιζε να μη σε δουν.

Κάποια στιγμή, ένας από τους νεότερους Εν Τέχνη αδελφούς (η διατύπωση είναι δόλωμα για όσους συνομωσιοφοβικούς αναζητούν μυστικές σχέσεις μεταξύ πολεμικών τεχνών και ταγμάτων του σκότους) εξανέστη κατά του εκπαιδευτή (ενός από τους σεμπάι –ο δάσκαλος έλειπε διακοπές): «Μα δεν μπορώ να το κάνω καλύτερα! Ούτως ή άλλως είμαι κουρασμένος από τη δουλειά, έχω και τις συνήθειες που έχω από το καράτε που έκανα παλιότερα, είναι και αυτή η τεχνική μυστήρια –τι άλλο να κάνω;» Η απάντηση του σεμπάι (όχι του γνωστού σεμπάι, του σεμπάι που έκανε το μάθημα) ήρθε κάπως αποστομωτική: «Κάνε τη τεχνική ή μην την κάνεις αλλά παρακαλώ, μη μου λες δικαιολογίες –δε με ενδιαφέρει να τις ακούσω».

Περιττό να πούμε ότι ο νεότερος Ε.Τ.α (Εν Τέχνη αδελφός, δεν τα ‘παμε;) έγινε έξω φρενών. Προφανώς (¬τι προφανώς, το είπε ο άνθρωπος ξεκάθαρα μετά και μάλιστα με φρασεολογία που δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολιών για το πώς αισθανόταν), θεώρησε ότι η παρατήρηση του διδάσκοντος σεμπάι τον πρόσβαλλε, ότι ήταν απάνθρωπη, ανάλγητη, αναίσθητη και διάφορα άλλα επίθετα που ξεκινούν με το στερητικό «α-» και ότι έτσι δεν κάνουμε πολεμικές τέχνες αλλά ξαναπηγαίνουμε φαντάροι –ειδικά η τελευταία δήλωση ήταν κάπως παρακινδυνευμένη καθώς η αναγωγή στον Ελληνικό Στρατό (reductio ad exercituum που λένε και οι μορφωμένοι), είναι ένας από τους ασφαλέστερους τρόπους η συζήτηση να πάει στα τσακίδια. Ευτυχώς στη συζήτηση ήταν παρών και ο σεμπάι (ο γνωστός, όχι αυτός που έκανε το μάθημα) και ανέλαβε δράση.

«Είχε δίκιο ο εκπαιδευτής», είπε τραβώντας μια τζούρα από το απαραίτητο μετά-προπονητικό τσιγάρο. «Τι σημασία έχουν οι δικαιολογίες; Έχεις έρθει εδώ για να μάθεις μια πολεμική τέχνη και στόχος σου είναι να τη μάθεις. Με το να δικαιολογείσαι –στον εκπαιδευτή, στους άλλους ή στον εαυτό σου– σχετικά με το γιατί δεν μπορείς να κάνεις το Α ή το Β, τι προσφέρεις στον εκπαιδευτή, στους άλλους ή στον εαυτό σου; Αν εσύ ξέρεις γιατί δεν μπορείς να κάνεις το Α ή το Β, χρησιμοποίησε τη γνώση σου αυτή για να μπορέσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, στην πραγματικότητα βοηθάς τον εαυτό σου να μην μπορεί να ξεπεράσει το πρόβλημα· από τη στιγμή που το πρόβλημα έχει αποκτήσει όνομα, έχει αποκτήσει και μια υπόσταση και άρα αρχίζεις να συμφιλιώνεσαι με την ιδέα ότι δεν μπορείς να το ξεπεράσεις».

Σαφώς τα παραπάνω ακούγονται σαν ψυχολογία του δεκάλεπτου –και πιθανότατα, από μια άποψη, είναι. Ωστόσο, ως συνήθως, ο σεμπάι έχει ένα πόιντ το οποίο, επίσης ως συνήθως, δεν περιορίζεται στις πολεμικές τέχνες. Και το πόιντ είναι ότι άσχετα από οποιαδήποτε άλλη διάστασή τους, τα πράγματα που αντιμετωπίζουμε στη ζωή μας (εντός και εκτός ντότζων), είναι και ευκαιρίες για προσωπική ωρίμανση. Ή, εν πάση περιπτώσει, είναι ευκαιρίες για προσωπική ωρίμανση, αν τα δούμε έτσι και αν τους επιτρέψουμε να λειτουργήσουν έτσι. Κάθε φορά που αποφασίζουμε να χρησιμοποιήσουμε κάποιον λόγο από το παρελθόν μας (ή από το παρόν) μας για να προσδιορίσουμε την (συνήθως αρνητική) αντίδρασή μας σε ένα καινούριο ερέθισμα, στην πραγματικότητα αφαιρούμε από το καινούριο αυτό ερέθισμα την αξία του ως εκπαιδευτικού μέσου –και από τον εαυτό μας τη δυνατότητα να μάθει κάτι νέο, να προχωρήσει ένα βήμα μπροστά από εκεί που ήταν πριν έρθει σε επαφή με το εν λόγω ερέθισμα.

Πολλοί έχουν πει ότι μια από τις βασικές ωφέλειες των πολεμικών τεχνών είναι το ότι μας βγάζουν από τη «ζώνη άνεσής» μας, ήτοι από την ψυχοσωματική κατάσταση, εντός των ορίων της οποίας αισθανόμαστε «καλά», «ασφαλείς», «προστατευμένοι» κ.λπ. Ο λόγος που κάποιος αποφασίζει να μείνει στις πολεμικές τέχνες (όλοι ξέρουμε ότι ο λόγος που ξεκινά κάποιος τις πολεμικές τέχνες είναι ο κινηματογράφος), είναι συχνά επειδή ακριβώς γοητεύεται από το ότι φλερτάρει με τη ζώνη άνεσής του –ακόμα και αν δεν το ξέρει, η αίσθηση είναι αρκετά ντοπαριστική, με έναν διαφορετικό τρόπο από το στεγνό «adrenaline high» που έχει, π.χ. το να πηδάς με αλεξίπτωτο ή να τρέχεις με 312 χλμ. Και ο τρόπος για να λειτουργήσει αυτή το φλερτ με τα όρια της ζώνης άνεσης, είναι η πλήρης παράδοση στην τέχνη.

Οι δικαιολογίες είναι η πιο εύκολη άμυνά μας. Ωστόσο, όπως έλεγε και ο σεμπάι λίγο πιο μετά, το τελικό δίλημμα είναι: θέλεις να μάθεις αυτό που διδάσκεται εδώ ή όχι; Αν ναι, κράτα τις δικαιολογίες μακριά από την τάξη (αρχικά) και από το κεφάλι σου (σε έναν δεύτερο χρόνο). Όλοι έχουν/έχουμε δικαιολογίες για να μην κάνουμε κάτι, όμως από τη στιγμή που κάνουμε το βήμα να δρασκελίσουμε το κατώφλι ενός ντότζο, στην ουσία αποφασίζουμε να αλλάξουμε τη ζωή μας με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Και αφού πήραμε την απόφαση αυτή, δεν είναι πιο έντιμο ή να τη στηρίξουμε όσο καλύτερα μπορούμε ή, απλώς, να την αλλάξουμε –και να ζήσουμε με τις συνέπειες; Είτε στη μια περίπτωση είτε στην άλλη, οι δικαιολογίες είναι στην καλύτερη περίπτωση χάσιμο χρόνου και στη χειρότερη, εμπόδιο.

...ή έτσι λεει ο σεμπάι τουλάχιστον. Εγώ απλώς το μεταφέρω...

No comments: