Sunday, March 6, 2011

Επί του Προσωπικού: Κλασσικά Εικονογραφημένα – Τεύχος 2

Λέγαμε τις προάλλες περί κλασσικών σχολών (κορίου) και περί της δίκαιας και ιεράς οργής του φίλου μου του Βασίλη όταν κάποιοι άσχετοι με το αντικείμενο εμφανίστηκαν να γνωμοδοτούν περί αυτού σε κάποιο Ιντερνετικό φόρουμ. Ο φωτισμός της προηγούμενης στήλης ήταν το αν και κατά πόσον έχει αξία κάτι επειδή γράφεται στο Ίντερνετ (δεν έχει), όμως αυτόν τον μήνα θα ήθελα να ξεφύγουμε λίγο από το συγκεκριμένο μέσο και να το πιάσουμε από κάπου αλλού: από το αν δικαιούται κανείς να μιλάει περί κορίου στην Ελλάδα του 2010 γενικώς. Και, ευτυχώς και παραδόξως, πλέον κάποιοι δικαιούνται. Βλέπετε, για πρώτη φορά στα τελευταία εκατό χρόνια, υπάρχει και εδώ μια «σκηνή» (και παλούκι) κορίου!

Εξ όσων δύναμαι να γνωρίζω, υπάρχει μια ομάδα που μελετά Τόντα-χα Μπούκο Ρίου (ναγκινάτα και άλλα όπλα), άλλη μια (έως δύο αν λάβουμε υπόψη κάποιες γεωγραφικές ιδιαιτερότητες) που μελετά Αράκι Ρίου (τζουτζούτσου, ξίφος και, επίσης, άλλα όπλα), δύο ακόμα που μελετούν το ιάι της Σινκάγκε Ρίου (ξίφος) και τουλάχιστον μια που μελετά Τένσιν Σόντεν Κατόρι Σίντο Ρίου (ξίφος και άλλα όπλα). Ακόμα, κάτι έχει πάρει τ’ αυτί μου περί Σίντο Μούσο Ρίου (τζο) και περί κάνα-δυο σχολών που κάνουν Ντάιτο Ρίου, ενώ αν είμαστε διατεθειμένοι να χαλαρώσουμε λίγο τα κριτήρια σχετικά με το τι είναι κορίου, μπορούμε να προσθέσουμε στη συζήτηση και όλα τα ντότζο της Ελληνικής Ομοσπονδίας Κέντο Ιάιντο Ναγκινάτα (και Τζόντο) –λέω να χαλαρώσουμε τα κριτήρια καθώς η σχέση του Ιάιντο, του Κέντο και της Ναγκινάτα με τις κορίου είναι ένα θέμα για το οποίο οι ειδικοί ερίζουν εδώ και κάμποσα χρόνια.

Αν αθροίσουμε τα παραπάνω, φτάνουμε στο ότι υπάρχουν αυτή τη στιγμή τριγύρω μας τουλάχιστον καμιά διακοσαριά άνθρωποι που κάνουν κορίου. Σαφώς ο αριθμός δεν είναι μεγάλος, όμως αν λάβουμε υπόψη το πού βρίσκονται οι πολεμικές τέχνες στην Ελλάδα και, κυρίως, το πού βρίσκονται οι τέχνες που συνήθως λειτουργούν ως προθάλαμος για τις κορίου (δηλ. το Κέντο, το Ιάιντο, το Τζόντο και η Ναγκινάτα) καθώς και μια σειρά από άλλα γενικότερα ζητήματα απόστασης με τον ιαπωνικό πολιτισμό γενικώς, δεν είναι κι άσχημα. Και, βεβαίως, θα γίνουν καλύτερα αφού οι ενασχολούμενοι κάποια στιγμή θα γίνουν δάσκαλοι, θα αποκτήσουν δικά τους ντότζο κ.λπ., κ.λπ., κ.λπ.

Συνεπώς υπάρχουν άνθρωποι που δικαιούνται να έχουν άποψη. Αυτόματα δε, ορίζεται και ποιοι δεν δικαιούνται να έχουν άποψη: όλοι οι υπόλοιποι και ειδικά ορισμένοι αυτοχρισθέντες «ειδικοί» που ξημεροβραδιάζονται στα Ιντερνετικά φόρα και απλώς πληκτρολογούν ασύστολα. Φυσικά, όπως έχουμε πει και στο παρελθόν, δημοκρατία έχουμε (που λέει ο λόγος), άρα καθένας μπορεί να έχει μια άποψη –η αξιολόγηση της βαρύτητάς της οποίας επαφίεται στην κρίση του εκάστοτε αναγνώστη– όμως το θέμα μας είναι λίγο πιο συγκεκριμένο: γιατί όλοι οι εν λόγω «ειδικοί», δεν κάνουν τον κόπο να περάσουν μια βόλτα από τα ντότζο που κάνουν κορίου και να δουν με τα μάτια τους περί τίνος πρόκειται.

Ομολογώ φίλες και φίλοι αναγνώστες ότι αυτή ακριβώς η πλευρά της συζήτησης είναι που με κάνει έξω φρενών. Στα όσα χρόνια ασχολούμαι με το μπούντο, έχω ακούσει (και, κατά καιρούς πει –τι να κάνουμε, τόσα ξέραμε, τόσα λέγαμε) σωρεία ανοησιών σχετικά με τις κλασσικές σχολές, όμως πλέον δεν υπάρχει δικαιολογία. Δάσκαλοι με πραγματικά διαπιστευτήρια επισκέπτονται την Ελλάδα σε συστηματική βάση, ενώ ένα ταξίδι στο εξωτερικό (και εννοώ, στο εγγύς εξωτερικό) μπορεί να είναι φτηνότερο από το αντίστοιχο ταξίδι, π.χ. στις Κυκλάδες. Όσοι λοιπόν θέλουν πραγματικά να μάθουν από πρώτο χέρι για τι πράγμα μιλούσε ο Ντον Ντρέγκερ ή πώς μάχονταν οι σαμουράι, μπορούν να το κάνουν. Άρα, γιατί δεν το κάνουν και, ακόμα περισσότερο, γιατί σκοτίζουν τα συκώτια όλων των υπολοίπων;

Για κάποιον περίεργο λόγο, υπάρχει αρκετός κόσμος που θεωρεί ότι οι κλασσικές σχολές βρίσκονται πιο κοντά σε κάποια μυστική και απόκρυφη «πηγή» μαχητικής συμπεριφοράς και η ενασχόληση μ’ αυτές μπορεί να κάνει τον ασκούμενο πιο ικανό μαχητή –προσωπικά δεν πιστεύω ότι ισχύει κάτι τέτοιο, όμως ακόμα και αν είναι έτσι, γιατί όλοι αυτοί που το πιστεύουν δεν παίρνουν την απόφαση να το δοκιμάσουν και να δουν από κοντά; Η δική μου άποψη είναι ότι είτε πρόκειται για κόσμο που έχει γαλουχηθεί με τη νοοτροπία του τηλεοπτικού «φιλάθλου» (όπου κανείς δεν κάνει αλλά όλοι λένε), είτε πρόκειται για ανθρώπους που τρέμουν στην ιδέα να χάσουν τις ψευδαισθήσεις τους. Και αν μπουν σε οποιοδήποτε ντότζο κορίου, είναι βέβαιο ότι θα τις χάσουν.

Ένα τελευταίο σημείο: τα παραπάνω δεν ισχύουν μόνο για τις κορίου. Σαχλαμάρες λέγονται (κυρίως στο Ίντερνετ αλλά και έξω από αυτό) για οποιαδήποτε πολεμική τέχνη ή μαχητικό άθλημα ή για οποιοδήποτε θέμα, εδώ που τα λέμε. Όμως για κάποιον περίεργο λόγο, οι κλασσικές σχολές μοιάζουν να έλκουν έναν όγκο παραπληροφόρησης (και ανοησίας), δυσανάλογο με το μέγεθός τους. Γιατί; Δεν έχω κάποια απάντηση που να με καλύπτει 100%. Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι ακριβώς επειδή το αντικείμενό τους είναι παρωχημένο και πολύ λίγος κόσμος ενδιαφέρεται γι αυτές, οι διάφοροι αυτοσχέδιοι «ειδήμονες» θεωρούν ότι μπορούν να εκφέρουν άποψη αβρόχοις ποσί, και το κάνουν. Εντελώς μεταξύ μας, ωστόσο, δεν νομίζω ότι οι άνθρωποι αυτοί πιστεύουν πραγματικά ότι θα άντεχε η άποψή τους απέναντι σε έναν σοβαρό δάσκαλο μιας κλασσικής σχολής –αν το πίστευαν, θα τους βλέπαμε και στα ντότζο...

Επί του Προσωπικού: Κλασσικά Εικονογραφημένα – Τεύχος 1

Ο Βασίλης πήρε τηλέφωνο και ήταν έτοιμος να σκάσει –έχει που ‘χει μια τάση για υπερβολή, πόσο μάλλον τώρα που το θέμα είναι και πολύ κοντινό του: οι κλασσικές πολεμικές τέχνες (κορίου που λένε) και μια συζήτηση περί αυτών σε κάποιο από τα ελληνικά Ιντερνετικά φόρα («φόρουμ» είναι ο ενικός και «φόρα» ο πληθυντικός, ναι;) . Καθώς δε, έχω μια πάγια τακτική να μην διαβάζω τι γράφεται στις εν λόγω συνευρέσεις, είχε την καλοσύνη να μου μεταφέρει τη συζήτηση και δη με ιδιαίτερη ζωντάνια –για να μη σας κουράζω, η συνοπτική της εκδοχή είναι ότι διάφοροι άσχετοι με το θέμα απεραντολογούσαν για κάποιες από τις σχολές, για τους δασκάλους τους, για τις τεχνικές τους κ.λπ.

Επειδή ο Βασίλης είναι μικρό παιδί ακόμα, η αντίδρασή του ήταν άκρως συναισθηματική· προσωπικά, μην όντας (πια) μικρό παιδί, αντέδρασα λίγο λιγότερο θεαματικά («Κάποιος έγραψε ανοησίες στο Ίντερνετ ε; Πήγε κιόλας δωδεκάμισι η ώρα, ρε παιδί μου;») όμως καταλαβαίνω το πρόβλημά του. Είναι όντως στενάχωρο να έχεις αφιερώσει ένα μέρος της ζωής σου σε ένα αντικείμενο, προσπαθώντας όσο περισσότερο μπορείς να αντ
επεξέλθεις μια σειρά από προβλήματα τόσο του ίδιου του αντικειμένου, όσο και των συνθηκών που σχετίζονται με το να συνεχίσεις να το κάνεις και να το εξελίσσεις και ξαφνικά να βλέπεις ότι ο κάθε τρίχας αποφασίζει να έχει άποψη γι αυτό και μάλιστα να την υποστηρίζει ξεφωνίζοντας. Όσο να πεις, είναι μια απογοήτευση.

Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, προφανώς καθένας δικαιούται να έχει ό,τι άποψη θέλει για οποιοδήποτε θέμα θέλει. Όμως, εξίσου προφανώς, η άποψή του έχει τόση βαρύτητα όσο της δίνει ο ίδιος ο κάποιος. Θέλω να πω, αν αφιερώσω τη στήλη του επόμενου τεύχους στην ανάλυση του κινητήρα Βάνκελ, ολ ιζ φάιν εντ ντάντι (στο μέτρο που ο κ. Τσετσέλης θα δεχτεί να με πληρώσει για να το κάνω) αλλά το πόση αξία θα έχει μια τέτοια ανάλυση από κάποιον που δεν ξέρει καν να οδηγεί αυτοκίνητο είναι συζητήσιμο. Αντίστοιχα, η έκθεση ιδεών και απόψεων σχετικά με το αν ο Μάικ Σκος δικαιούται να μιλάει για τη Σίντο Μούσο Ρίου ή σχετικά με το αν οι τεχνικές της Γιόσιν Ρίου περιορίζονται από το ότι οι ασκούμενες φοράνε κιμονό, έχει πολύ αμφίβολη αξία αν αυτός που τις εκθέτει δεν έχει δει ποτέ ναγκινάτα εκτός Mortal Kombat.

Το επόμενο ζήτημα είναι το ίδιο το Ίντερνετ και η αξία που έχει ως μέσο. Καθώς σε μια άλλη ζωή έβγαζα το ψωμί μου επί πάνω από μια δεκαετία γράφοντας για το Ίντερνετ, είμαι μάλλον μεταξύ των τελευταίων που θα δηλώσουν δημόσια (ή ιδιωτικά) ότι το Δίκτυο είναι μια σαχλαμάρα και μισή. Από την άλλη, ακριβώς επειδή σε μια άλλη ζωή έβγαζα το ψωμί μου επί πάνω από μια δεκαετία γράφοντας για το Ίντερνετ, ξέρω πολύ καλά (όπως δεν ξέρει ο Βασίλης ο οποίος είναι μικρό παιδί κ.λπ.) ότι είναι ένα πράγμα να έχεις ένα μέσο στο οποίο μπορείς να εκθέσεις με ευκολία την άποψή σου και ένα άλλο πράγμα η άποψή σου να έχει βαρύτητα ακριβώς επειδή υπάρχει ένα μέσο στο οποίο την εκθέτεις. Αν η δυνατότητα έκθεσης μιας άποψής αρκούσε για να κάνει την εν λόγω άποψη βαρύνουσα, οι τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι θα ήταν αυτοί που... θα... διαμόρφωναν... την... κοινή... γνώμη –ωπ! Κάτι δεν πάει καλά με το επιχείρημα αυτό, ε;

Εδώ ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα φίλες, φίλοι και ξιφομάχοι. Ένα μέσο τόσο άναρχα δημοκρατικό όσο το Ίντερνετ, πράγματι επιτρέπει στον κάθε πικραμένο να εκθέτει φωναχτά την άποψή του ακόμα και για ζητήματα για τα οποία έχει βαθιά μεσάνυχτα. Όμως είναι ευθύνη ημών των υπολοίπων να δώσουμε σε κάθε μια από τις απόψεις αυτές την πραγματική της αξία –η επικοινωνία δεν είναι μόνο ο πομπός του μηνύματος αλλά και ο δέκτης. Πα’ να πει, όπως η τηλεόραση έχει OFF, έτσι και ο μπράουζερ έχει Alt-F4· αν ο άλλος λέει τρίχες, απλώς τον στέλνεις αδιάβαστο και πας στο Koryu.com να διαβάσεις τίποτα της προκοπής ή στο Playboy.com (για τις συνεντεύξεις). Ας συμφωνήσουμε κάποτε ότι το να γράφεις σε ένα πληκτρολόγιο και να διαβάζεις σε μια οθόνη λέξεις γύρω από τις πολεμικές τέχνες δεν είναι το ίδιο με το να κάνεις πολεμικές τέχνες, με το ίδιο σκεπτικό που το να βλέπεις πορνό δεν είναι ίδιο με το να κάνεις σεξ.

Όσο για τις κορίου γενικώς, ένα μικρό χιντ για το παραλήρημα του επόμενου μήνα: Μέχρι πριν από μερικά χρόνια (καμιά δεκαριά πάνω-κάτω), όλοι είχαμε ίδιας βαρύτητας άποψη περί του θέματος –δηλαδή καμίας. Η μόνη επαφή που υπήρχε με το αντικείμενο ήταν ό,τι υπήρχε στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία και ό,τι ακούγαμε από όσους είχαν πάει στην Ιαπωνία. Όμως πλέον τα πράγματα έχουν αλλάξει και οι συγκεκριμένες σχολές (ή έστω, κάποιες από αυτές) έχουν αρχίσει να αποκτούν υπόσταση και στην Ελλάδα. Ως εκ τούτου, υπάρχουν κάποιοι που μπορούν να έχουν άποψη και, ακόμα περισσότερο, κάποιοι άλλοι που δεν μπορούν (το «μπορούν» και «δεν μπορούν», όπως το ορίσαμε παραπάνω έτσι; –μην το πάμε στην πολιτική ορθότητα και στο δικαίωμα του εκφράζεσθε, μέρες που ‘ναι). Και για το ζήτημα αυτό, θα μου επιτρέψετε να ενώσω τη φωνή μου με αυτή του Βασίλη και να πω κι εγώ τον πόνο μου. Όπως γράφει και στον τίτλο, αυτόν τον μήνα (καθώς και τον επόμενο) κινούμεθα κάπως περισσότερο επί του προσωπικού...

Μπούντο εν Ιαπωνία (Ι): Γενικώς

Όταν ασχολείσαι με το μπούντο, το να επιστρέφεις από την Ιαπωνία είναι πάντα ένα ζήτημα. Και αυτό, επειδή όλοι σου κάνουν (με παραλλαγές) τις ίδιες ερωτήσεις: πώς είναι τα ιαπωνικά ντότζο, πώς είναι η προπόνηση εκεί, πώς είναι οι Ιάπωνες σε σχέση με τους Δυτικούς κ.λπ. –μ’ άλλα λόγια, παρά την παγκοσμιοποίηση, την αφθονία πληροφοριών για τα τεκταινόμενα στην αλλοδαπή και τον υποτιθέμενο απογαλακτισμό της Δύσης από την Ανατολή, τουλάχιστον ως προς τις πολεμικές τέχνες (διάβολε! –στις περισσότερες πολεμικές τέχνες, οι ασκούμενοι εκτός Ιαπωνίας είναι, πλέον, πολύ περισσότεροι από αυτούς εντός, χώρια που υπάρχουν πια άφθονοι υψηλόβαθμοι Δυτικοί δάσκαλοι/εκπαιδευτές), η πλειονότητα των ασκούμενων εξακολουθεί να αισθάνεται ένα δέος απέναντι στη γενέτειρα της τέχνης που ασκεί.

Και καλά κάνει –όμως όχι ακριβώς για τους λόγους που φαντάζονται οι περισσότεροι. Για τα δεδομένα του μέσου Ιάπωνα, η ενασχόληση με το μπούντο δεν είναι πολύ διαφορετική από την ενασχόληση με την τέχνη των ανθοσυνθέσεων (ικεμπάνα), την τέχνη του τσαγιού (σάντο) ή τους παραδοσιακούς χορούς: είναι απλώς κάτι που κάνεις (συνήθως) μια φορά την εβδομάδα για να περάσεις την ώρα σου και για να είσαι μέρος ενός κοινωνικού συνόλου (κάτι εξαιρετικά σημαντικό για την κουλτούρα του συγκεκριμένου λαού). Αν, τώρα, συγκαταλέγεται κανείς στις σπανιότατες εκείνες εξαιρέσεις που ασκούνται, π.χ. τρεις ή παραπάνω φορές την εβδομάδα, η αντιμετώπιση είναι αρκετά διαφορετική: αν ο εν λόγω ασκούμενος δεν είναι φοιτητής στο πανεπιστήμιο (γενικά στην Ιαπωνία, το πανεπιστήμιο θεωρείται περίοδος χάριτος, καθώς αποτελεί το διάλειμμα μεταξύ ενός πολύ πιεστικού σχολικού συστήματος και μιας επίσης αρκετά πιεστικής σταδιοδρομίας σε κάποια εταιρεία), το να ασχολείται με το μπούντο θεωρείται εκκεντρικότητα. Και στην Ιαπωνία, το να είσαι εκκεντρικός αντιμετωπίζεται, στην καλύτερη περίπτωση, ως «ενδιαφέρον». Ή μ’ άλλα λόγια, «κάτι που δε μας αρέσει και πολύ αλλά που μπορεί να είναι και χαριτωμένο, βρε παιδί μου».

Εμείς θα το λέγαμε «γραφικός» –με τη διαφορά ότι η δική μας (εννοώ, η ελληνική) κοινωνία είναι γενικώς γραφική, οπότε καθείς επιλέγει τη γραφικότητά του. Βεβαίως, με το πέρασμα των χρόνων, έχουν αρχίσει να υπάρχουν κι εδώ κάποιες νόρμες και η απόκλιση από αυτές δεν αντιμετωπίζεται και με ιδιαίτερη συμπάθεια, όμως ακόμα η εμπλοκή με το μπούντο (και εννοώ πάντοτε την ερασιτεχνική εμπλοκή) δεν αποτελεί λόγο αποκλεισμού από τα περισσότερα κοινωνικά δρώμενα. Συμβαίνει κάτι τέτοιο στην Ιαπωνία; Πρακτικά ναι, αν και ως είθισται στη συγκεκριμένη κοινωνία, τίποτα δε λέγεται ανοιχτά· απλώς, ο ασκούμενος θα ανακαλύψει ότι δεν έχει πολλά κοινά με τους γύρω του και ότι γενικά αντιμετωπίζεται ως άτομο με σύνδρομο παρατεταμένης εφηβείας. Ναι μεν οι Ιάπωνες εξακολουθούν να θέλγονται από τους σαμουράι –και, ακόμα, περισσότερο να θέλουν να υποστηρίζουν ότι θέλγονται– όμως οι περισσότεροι δε θα ήθελαν να παντρέψουν την κόρη τους με έναν απ’ αυτούς.

Πέραν αυτών, τα οποία σε τελική ανάλυση αφορούν τους ίδιους, είναι εντυπωσιακό το πόσο καθημερινή υπόθεση είναι το μπούντο –σε σημείο που να μην εκπλήσσει κανέναν το να εμφανιστεί μέσα σε ένα βαγόνι του μετρό κάποιος με ένα τόξο ή με ένα ξίφος στο χέρι. Και πώς θα μπορούσε, όταν στο ίδιο βαγόνι (ή στην ίδια πλατφόρμα) είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα εμφανιστεί τουλάχιστον μια γυναίκα (και συνήθως περισσότερες) με κάποιου είδος κιμονό, συχνά και από τα αρκετά βαριά και επίσημα που ξέρουμε από τις ταινίες. Εντύπωση επίσης κάνει ότι τις ημέρες που κάνει καλό καιρό, σε οποιοδήποτε από τα δεκάδες πάρκα του Τόκιο είναι αρκετά πιθανό να δει κανείς κάποια ομάδα να κάνει προπόνηση χωρίς αυτό να αποτελεί μείζον θέμα για τους περισσότερους –Ιάπωνες– παρευρισκόμενους. Προφανώς, το να μη θέλεις η κόρη σου να παντρευτεί έναν ξιφομάχο δε σημαίνει ότι δεν ξέρεις δα και πώς είναι ένα ξίφος.

Τέλος κάτι που αφορά τα ίδια τα ντότζο (αν και έχω την υποψία ότι σ’ αυτό θα επανέλθουμε και κάποια στιγμή στο μέλλον): αν εξαιρέσει κανείς τα (συνήθως πολύ μεγάλα) πανεπιστημιακά ντότζο Κέντο, Τζούντο και Καράτε, τα (συνήθως πολύ μικρά) οικογενειακά ντότζο των κλασσικών σχολών (κορίου) και τα (συνήθως μέτρια) «αρχηγεία» κάποιων σύγχρονων τεχνών (π.χ. Αϊκικάι ή JKA Χόμπου), η πλειονότητα των ντότζο είναι κάποια αίθουσα σε κάποιον πολύ-χώρο (δημόσιο ή ιδιωτικό) φυσικής αγωγής. Τα ντότζο-επιχειρήσεις που ξέρουμε εδώ είναι αρκετά ασυνήθιστη περίπτωση, γεγονός που αποτελεί συνέχεια της παραπάνω παρατήρησης περί της κοινωνικής θέσης ενός δασκάλου πολεμικών τεχνών (μ’ άλλα λόγια, πρόκειται για μια δουλειά που πολύ λίγοι Ιάπωνες θα επιλέξουν) σε συνδυασμό με το σημαντικό πρόβλημα χώρου που έχουν οι μεγάλες ιαπωνικές πόλεις –έχω βασικά στον νου μου το Τόκιο, αλλά υποθέτω ότι το ίδιο θα συμβαίνει και στην Οσάκα, στη Ναγκόγια και αλλού.

Και το στιλ της προπόνησης/μαθήματος; Αυτό σίγουρα είναι ένα μεγάλο ζήτημα που αξίζει να μας απασχολήσει και στο μέλλον, το πρώτο πράγμα που θα ξαφνιάσει τον Δυτικό επισκέπτη/ασκούμενο, είναι η ανεπισημότητα του πράγματος, ακόμα και σε ντότζο τεχνών που είθισται να θεωρούνται αυστηρές (το Κέντο και το Καράτε είναι τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα). Ναι μεν, θα δει κανείς μια στρατιωτικού τύπου τάση για πολύ εξωστρεφείς αντιδράσεις στις οδηγίες και στα παραγγέλματα (δυνατές φωνές, συντονισμένη κίνηση όλων των ασκούμενων κ.λπ.), όμως ταυτόχρονα υπάρχει διάχυτη και μια αίσθηση χαλαρότητας χωρίς αυτό να σημαίνει καταστρατήγηση της ιεραρχίας –προφανώς επειδή η τήρηση της ιεραρχίας είναι κάτι πολύ βαθύ στους Ιάπωνες επειδή έτσι είναι δομημένη η κοινωνία τους και έτσι κοινωνικοποιούνται από τη στιγμή που γεννιούνται. Η συντριπτική πλειονότητα των Ιαπώνων ασκούμενων στο μπούντο, δε χρειάζεται το μπούντο για να μάθει τι σημαίνει «όρια» –το γνωρίζει από την οικογένεια, το σχολείο, το εργασιακό περιβάλλον και σχεδόν όλες τις κοινωνικές σχέσεις...

...προσωπική μαρτυρία...

Το Αϊκίντο είναι αποτελεσματικό –το δικό σου Αϊκίντο δεν είναι. Μην τα μπερδεύουμε

Ώρες-ώρες, απορώ με την υπομονή ορισμένων ανθρώπων. Θέλω να πω, αρχάριος είναι ο άλλος, πρώτη φορά είναι που βρίσκεται σε ένα περιβάλλον που σχετίζεται με το αντικείμενο που τον ενδιαφέρει, ενθουσιασμένος είναι, άρα λογικό είναι και το να ρωτάει αφελή πράγματα. Αλλά αν βρίσκεται κανείς από την άλλη μεριά (ήτοι, από τη μεριά που ακούει τα αφελή πράγματα) κάποια στιγμή η όλη κατάσταση ξεφεύγει από το επίπεδο του βαρετού και φτάνει στο επίπεδο του εξοργιστικού. Και όμως, υπάρχουν ορισμένοι αξιοθαύμαστοι άνθρωποι οι οποίοι καταφέρνουν να ακούσουν την ίδια (αφελή) ερώτηση για χιλιοστή τεσσαρακοστή έβδομη φορά και όχι μόνο δε χάνουν την υπομονή τους και δεν αρπάζουν το πλησιέστερο τασάκι με σκοπό να το εκσφενδονίσουν αλλά απαντούν με κάτι που να βγάζει νόημα για τον (αφελή) ερωτώντα.

Η συγκεκριμένη περίπτωση που έχω στον νου μου εν προκειμένω, δεν είναι τέτοια, ωστόσο. Ο συνασκούμενος που έκανε την ερώτηση περί της αποτελεσματικότητας του Αϊκίντο δεν είναι ούτε αρχάριος, ούτε αφελής –είναι από εκείνες τις περιπτώσεις των ανθρώπων που βρίσκουν μια περίεργη χαρά στο να ξύνουν ένα σπυρί μέχρι να ματώσει. Και συνεχίζουν να το ξύνουν. Η συζήτηση γινόταν στο περιθώριο του σεμιναρίου του Κριστιάν Τισιέ (όσοι δεν πήγατε χάσατε –και δεν εννοώ μόνο οι αϊκιντόκες) και κατέληξε, όλως πρωτοτύπως, στην αποτελεσματικότητα του Αϊκίντο. Όταν δε, ο γάτος άρχισε τις γνωστές κοινοτοπίες σχετικά με το ότι το Αϊκίντο είναι χορός και θέατρο και δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα, η απάντηση του σεμπάι ήταν «Το Αϊκίντο είναι αποτελεσματικό –το δικό σου Αϊκίντο δεν είναι. Μην τα μπερδεύουμε». Περιττό να αναφέρουμε (αλλά το αναφέρουμε όπως και να ‘χει), ότι ο τυπάκος δεν το χάρηκε και πολύ.

Όμως έτσι ακριβώς είναι –και βεβαίως το πράγμα δεν περιορίζεται στο Αϊκίντο. Αν θεωρήσουμε ότι βρισκόμαστε στον πραγματικό κόσμο και όχι στη σπηλιά του Πλάτωνα με τις ιδέες να πλανώνται στους τοίχους της, το Αϊκίντο, έτσι γενικώς δεν υπάρχει. Υπάρχει το Αϊκίντο του Ουεσίμπα Μοριχέι (του ιδρυτή του), του Ουεσίμπα Κισομάρου (του γιού του), του Ουεσίμπα Μοριτέρου (του εγγονού του), του Τοχέι Κοΐτσι, του Σάιτο Μοριχίρο, του Σιόντα Γκόζο, των δεύτερης γενιάς Ιαπώνων Σίχαν, των τρίτης γενιάς Ιαπώνων και μη δασκάλων, των τέταρτης γενιάς μαθητών, το δικό μου, το δικό σου, του κάθε συνασκούμενού μας και του αρχάριου που ξεκίνησε πριν από μια βδομάδα. Άντε, και του Στίβεν Σιγκάλ. Ποιό είναι το Αϊκίντο που δεν είναι αποτελεσματικό;

Προφανώς το Αϊκίντο είναι απλώς ένα παράδειγμα –το παραπάνω ισχύει για όλες τις πολεμικές τέχνες, για όλες τις τέχνες γενικότερα και για όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες ακόμα γενικότερα. Ακόμα και σε περιόδους μέγιστης οικονομικής κρίσης (όπως αυτή που υποτίθεται ότι περνάμε αυτόν τον καιρό), υπάρχουν επιχειρήσεις που ανθούν και ακόμα και σε περιόδους μέγιστης οικονομικής άνθησης (όπως αυτή που υποτίθεται ότι περνάγαμε παλιότερα), υπήρχαν επιχειρήσεις που έκλειναν –τι μας λέει αυτό για τον καπιταλισμό; Υπάρχουν γιατροί που δεν μπορούν να διαγνώσουν ένα συνάχι και υπάρχει και ο Χάουζ (που λέει ο λόγος) –τι μας λέει αυτό για την ιατρική; Κ.λπ., κ.λπ., κ.λπ.

Όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες είναι χαοτικές επειδή η πραγματικότητα είναι χαοτική. Οι περισσότεροι άνθρωποι καταφέρνουμε να τα βγάλουμε πέρα μέσα στις χαοτικές αυτές συνθήκες μόλις οριακά, όμως κάπου-κάπου εμφανίζονται και κάποιοι εξ ημών που είτε επειδή είναι μονομανείς, είτε επειδή είναι ταλαντούχοι, είτε επειδή έτσι τα έφεραν τα φεγγάρια, καταφέρνουν να πάρουν τις δραστηριότητες αυτές και να βάλουν τάξη στο χάος τους. Και επειδή όλοι οι υπόλοιποι παραείμαστε μέτριοι, παίρνουμε τους ανθρώπους αυτούς, τους ανεβάζουμε σε ένα βάθρο, τους στεφανώνουμε με δάφνες και τους αποκαλούμε «ιδιοφυΐες», «νομπελίστες», «μάστερ» (αν είμαστε κάπως αγράμματοι), «υπερανθρώπους», «φωτισμένους» και άλλα ηχηρά παρόμοια. Όσο για τις δραστηριότητές τους, τις θεωρούμε κάτι παραπάνω από αυτό που είναι και αποδίδουμε και σ’ αυτές, χαρακτηριστικά που ούτε έχουν, ούτε μπορούν να έχουν.

Το Αϊκίντο ήταν (και είναι) αποτελεσματικό για όλους τους προαναφερθέντες δασκάλους. Και ο λόγος που είναι αποτελεσματικό, είναι επειδή όλοι αυτοί οι άνθρωποι φρόντισαν να το κάνουν αποτελεσματικό με το να λιώσουν στην προπόνηση. Αυτό που δεν μπορεί να καταλάβει ούτε ο μάγκας που έκανε τη συζήτηση, ούτε οι εκατοντάδες χιλιάδες αργόσχολοι που απεραντολογούν στα φόρα του Ίντερνετ και στα εντευκτήρια (!) των ντότζο, είναι ότι το ουσιαστικό τμήμα της παραπάνω κουβέντας, δεν είναι το «αποτελεσματικό», αλλά το «λιώσουν στην προπόνηση». Και όταν λέμε «λιώσουν», δε μιλάμε για μια (1) πορεία 25 χιλιομέτρων που κάναμε κάποτε στον στρατό και εξακολουθούμε να το λέμε δέκα χρόνια μετά –μιλάμε για ένα ζόρι που τραβάει κάθε μέρα, επί δέκα χρόνια. Μπορεί και παραπάνω.

Όλες οι πολεμικές τέχνες, ακόμα και αυτές που είθισται να αποκαλούνται «φλώρικες», έχουν πίσω τους μια τεράστια ιστορία και ένα πλήθος ανθρώπων που πραγματικά ήξεραν να μάχονται (παλεύουν, παίζουν ξύλο ή οτιδήποτε άλλο). Αν είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε ό,τι έκαναν οι άνθρωποι αυτοί, θα έχουμε την απάντηση για το αν αυτό που κάνουμε «δουλεύει», είτε εντός ντότζο, είτε στον περιβόητο «δρόμο». Και αν είμαστε διατεθειμένοι να πάμε ένα βήμα παραπέρα (ναι, γίνεται –οι παλιοί δεν ήταν κάτι το ξεχωριστό, το είπαμε αυτό, δεν το είπαμε;) θα αντιληφθούμε ότι, όπως έλεγε και ο Βούδας όταν τον ρωτούσαν για τη μετά θάνατο ζωή, η ερώτηση είναι άσχετη με την πραγματικότητα...

...ή έτσι λέει ο σεμπάι τουλάχιστον. Εγώ απλώς το μεταφέρω...

Μάνα είναι μόνο μια

Ορισμένες περιπτώσεις ανθρώπων είναι από τους εφιάλτες των δασκάλων πολεμικών τεχνών. Και αυτό όχι λόγω κάποιου ελαττώματος στον χαρακτήρα τους (όχι ότι αυτό δε βοηθάει, δηλαδή), αλλά επειδή ο ρόλος που επιλέγουν σε μια δεδομένη στιγμή στη ζωή τους, τους κάνει ακόμα πιο δύσκολους στη συναναστροφή. Και ειδικά στη συναναστροφή που σχετίζεται (α) με τις πολεμικές τέχνες και, (β) με ένα πολύ σημαντικό στοιχείο του εν λόγω ρόλου. Παράδειγμα; Μια μαμά που θέλει το δεκάχρονο παιδάκι της να πάει σε μια σχολή πολεμικών τεχνών και να μάθει αυτοάμυνα. Και όταν λέμε «μια μαμά», δεν εννοούμε μια μαμά έτσι γενικώς. Μιλάμε για μια Ελληνίδα Μάνα™ με όλα όσα σέρνει μαζί της.

Από τη μια έχουμε μια τηλεόραση (για την ακρίβεια έναν ολόκληρο μηχανισμό Μ.Μ.Ε. αλλά η τηλεόραση είναι, όσο να πεις, η αιχμή του δόρατος) η οποία έχει πείσει την Ελληνίδα Μάνα™ ότι ο βλαστός της μεγαλώνει Στη Νέα Υόρκη το καλοκαίρι του 1977, με τον Γιο του Σαμ να σκοτώνει αβέρτα-κουβέρτα και τις συμμορίες να καίνε, να σπάνε και να πυροβολούν αδιάκριτα. Βεβαίως, και για να μη σπεύσει κανείς να κατηγορήσει τη στήλη για κοινωνική αναλγησία και για πλημμελή σχέση με την πραγματικότητα, ναι, η εποχή μας είναι πολύ πιο ζόρικη από την εποχή που μεγάλωσε η εν λόγω Ελληνίδα Μάνα™ (θεωρούμε ότι για να έχει ένα δεκάχρονο παιδάκι, είναι, ας πούμε τριανταπεντάρα, άρα μεγάλωσε στη δεκαετία του ’80).

Έλα όμως που από το «πιο ζόρικη» ως το «τα παιδιά μας κινδυνεύουν καθημερινά –το είπε και ο Ευαγγελάτος τις προάλλες στις ‘Αποκαλύψεις’», η απόσταση είναι τεράστια –τουλάχιστον στην πράξη, γιατί στο μυαλό της Ελληνίδας Μάνας™, είναι μια ανάσα. Ο λόγος για τον οποίο η πρωταγωνίστρια (αγωνίστρια;) φτάνει στην πόρτα του ντότζο και χτυπάει την πόρτα, ωστόσο, δεν είναι το γενικό πρόβλημα. Είναι το ειδικό. Πάει να πει, το παιδάκι της, τις άρπαξε στην αυλή του σχολείου από ένα άλλο παιδάκι. Δεκάχρονο το ένα, δεκάχρονο και το άλλο. Και, βεβαίως, αυτό αυτόματα γειώνει την τηλεοπτική πραγματικότητα στην άλλη, την κανονική. Δεν το λέει μόνο ο Ευαγγελάτος –έγινε και μέσα στο σπίτι μας.

Από εκεί ως την πόρτα του γειτονικού ντότζο η απόσταση συχνά είναι όντως μια ανάσα. Και κάποιος κακομοίρης που αποφάσισε ότι μετά από δύο δεκαετίες κλωτσές (όχι «κλωτσιές», «κλωτσές»), κυριολεκτικές και μεταφορικές ίσως να μπορούσε να βγάλει κάνα μεροκάματο δείχνοντας στους άλλους πώς να κλωτσάνε, βρίσκεται αντιμέτωπος με μια γυναίκα στα πρόθυρα της νευρικής κρίσης, με μια νοικοκυρά σε απόγνωση που θέλει ο βλαστός της να μάθει αυτοάμυνα σήμερα, γιατί στο μυαλό της το δημοτικό της γειτονιάς της έχει γίνει κάτι σαν το Κ.Ε.Α.Π. στη Ρεντίνα. Παρεμπιπτόντως, το παραπάνω δε σημαίνει ότι η στήλη αποφάσισε να παραβεί τις αρχές της και να αρχίσει να δείχνει μια γενικότερη συμπάθεια προς τους δασκάλους πολεμικών τεχνών. Απλώς, μερικά πράγματα είναι too much.

Τέλος πάντων. Το πράγμα μπάζει πιο πολλά νερά και από τα πνευστά της μπάντας του Τιτανικού. Κατ’ αρχάς, όσο άγριο και να είναι ένα σχολείο, η πρώτη κίνηση ενός γονιού δεν μπορεί να είναι να πάει να μάθει το παιδί του πολεμικές τέχνες, ειδικά αν μιλάμε για παιδί δημοτικού-γυμνασίου. Τα παιδιά πλακώνονται στο ξύλο και πρέπει να πλακώνονται στο ξύλο καθώς κάτι τέτοιο αποτελεί μέρος της διαδικασίας κοινωνικοποίησής τους –και αν δεν αποτελεί σύμφωνα με τα πιο πολιτικώς ορθά σημερινά εγχειρίδια κοινωνιολογίας, κακώς! Θα έπρεπε, καθώς ορισμένα πράγματα έχουν να κάνουν με τη φύση και όχι με τις κοινωνικές επιταγές.

Πέραν αυτού, ακόμα και αν υποτεθεί ότι σε ένα σχολείο το πράγμα έχει ξεφύγει –και προφανώς σε κάποια θα συμβαίνει κι αυτό– η πρώτη κίνηση ενός γονιού οφείλει να είναι να αποταθεί στην κοινότητα, ήτοι στον Σύλλογο Γονέων και στον Σύλλογο Καθηγητών. Αν το ότι ο πιτσιρικάς τις άρπαξε αποτελεί έκφανση ενός πιο ανησυχητικού και διογκωμένου φαινομένου, οι υπεύθυνοι ενήλικες οφείλουν να το έχουν επισημάνει και να καταστρώσουν ένα σχέδιο δράσης το οποίο μπορεί να ξεκινήσει από το σχολείο, να περάσει από το τοπικό αστυνομικό τμήμα (αν μιλάμε για τόση αγριάδα πια) και να καταλήξει στην τοπική επιθεώρηση παιδείας ή ακόμα και στο υπουργείο –όλα αυτά κατά προτίμηση, χωρίς μια παράκαμψη από κάποιο τηλεοπτικό κανάλι.

Όλα αυτά χωρίς να αγγίξουμε παρά ακροθιγώς το ότι (α) η Ελληνίδα Μάνα™ έχει πρωτίστως εκείνη την ευθύνη για το πώς συμπεριφέρεται ο βλαστός της, (β) ότι οι πολεμικές τέχνες με focus στην αυτοάμυνα δεν ενδείκνυνται για τις νεαρές ηλικίες διότι ο πιτσιρικάς με το που θα μάθει ένα Οσότο Γκάρι την άλλη μέρα θα πάει και θα τρικλοποδιάζει όποιον συμμαθητή του βρίσκει μπροστά του, και, (γ) ότι οι πολεμικές τέχνες δε σε κάνουν Ζούπερμαν σε δέκα λεπτά, πάει να πει οι πιθανότητες να τις ξανά-αρπάξει ο νεαρός δεν πρόκειται να μειωθούν παρά μετά από αρκετόν καιρό. Και ως τότε, οι τσαμπουκάδες στην αυλή θα έχουν δώσει τη θέση τους σε άλλου τύπου ανησυχίες, εξίσου σωματικές αλλά ολιγότερο –που λέει ο λόγος
τραυματικές.

Είναι προφανές ότι όταν έχει κανείς παιδιά, οι προτεραιότητές του αλλάζουν. Και πολύ σωστά και έτσι πρέπει. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι άλλο προστασία και άλλο υπερπροστασία –η δεύτερη δεν κάνει καλό, ούτε σε εμάς ούτε (ακόμα περισσότερο) στα παιδιά μας. Γι αυτά, άλλωστε, δεν υποτίθεται ότι τα κάνουμε όλα;

...ή έτσι λέει ο σεμπάι τουλάχιστον. Εγώ απλώς το μεταφέρω...

Three Ball Cascade (*)

Η Ιωάννα είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που χαίρεσαι να έχεις στο ντότζο. Παρότι δεν είναι και στην γκχ, γκχ, πρώτη της, νεότητα, έρχεται σε τουλάχιστον τρεις προπονήσεις την εβδομάδα, ακούει αυτά που της λένε ο δάσκαλος και οι παλιότεροι (aka σεμπάι), προσπαθεί διαρκώς να γίνει καλύτερη και, ενίοτε, ψάχνεται και με τα θεωρητικά της τέχνης –«ενίοτε», διότι συνήθως δεν ψάχνεται αλλά απλώς προπονείται. Όταν δε, κάποια στιγμή κάποιος τη ρώτησε πώς και δεν ενδιαφέρεται για τα περαιτέρω, η απάντηση ήταν «έχω μάθει από τα ζογκλερικά ότι όσο και αν διαβάζεις ή κουβεντιάζεις, άμα δεν κάνεις προπόνηση, δεν κάνεις τίποτα».

Βεβαίως η αναφορά περί ζογκλερικών κίνησε το ενδιαφέρον απάντων των παρευρισκομένων –υπάρχει κανείς που να μην έχει εντυπωσιαστεί κάποτε στη ζωή του από τα κόλπα των ζογκλέρ με τις μπάλες, τις κορίνες, τους κρίκους κ.λπ.; Όλοι (ή σχεδόν όλοι) κάποτε πήγαμε στο τσίρκο ή κάτι είδαμε στον δρόμο ή στην τηλεόραση και όλοι (ή σχεδόν όλοι) αναρωτηθήκαμε «μα πώς το κάνει ο/η @#$%&*;» Και η απάντηση είναι λίγο-πολύ γνωστή σε όσους κάνουν πολεμικές τέχνες (ή, εν πάση περιπτώσει, θα έπρεπε να είναι): κέικο –μ’ άλλα λόγια, προπόνηση.

Κοινοτοπίες και χιλιοειπωμένα πράγματα –όχι; Όλα τα πράγματα, γίνονται καλύτερα με την προπόνηση, είτε πρόκειται για το τζούντο, είτε πρόκειται για το ψητό της κατσαρόλας, είτε για την ιαπωνική γλώσσα. Ωστόσο, η δεξιότητα στα ζογκλερικά (κατά την Ιωάννα τουλάχιστον, αλλά αφότου είδαμε τι μπορεί να κάνει με τρία, τέσσερα και πέντε μπαλάκια, δεν έχουμε λόγο να την αμφισβητούμε) είναι λίγο πιο κοντά στις δεξιότητες των πολεμικών τεχνών από ό,τι το ψητό της κατσαρόλας ή η ιαπωνική γλώσσα. Και αυτό, για τον προφανή (;) λόγο ότι τόσο οι πολεμικές τέχνες, όσο και τα ζογκλερικά, είναι –κατά βάση- σωματικά πράγματα.

Το πιο απλό ζογκλερικό κόλπο με τις μπάλες, είναι αυτό που οι αγγλόφωνοι αποκαλούν «three ball cascade»· σε απλές γραμμές, πρόκειται για μια τεχνική όπου μια από τις μπάλες βρίσκεται πάντοτε στον αέρα, ενώ οι άλλες δύο βρίσκονται στα χέρια του ζογκλέρ. Όλα τα κόλπα με μπάλες, κορίνες, κρίκους και γενικώς διάφορα αντικείμενα (αξίζει να ψάξει κανείς για βίντεο όπου ο ζογκλέρ παίζει με αλυσοπρίονα), έχουν στη βάση τους το «three ball cascade»: πετάς ένα και πιάνεις δύο. Εύκολο. Τουλάχιστον στο χαρτί.

Όχι, δεν είναι· αν μη τι άλλο, δεν είναι στην αρχή. Όμως γίνεται, με τον καιρό και με την προπόνηση. Ο υποψήφιος ζογκλέρ, ξεκινάει με μια μπάλα, και μαθαίνει να την πετάει από το ένα χέρι στο άλλο. Παράλληλα, προσπαθεί να έχει το σώμα του χαλαρό (ιδιαίτερα τα χέρια του από τους ώμους και κάτω), να έχει σταθερή αναπνοή, να έχει τα γόνατα ελαφρά λυγισμένα και να κοιτάζει ευθεία μπροστά του, αφήνοντας την μπάλα να περνάει από το οπτικό του πεδίο και χρησιμοποιώντας την περιφερειακή του όραση –η εστίαση στην μπάλα δεν είναι και πολύ καλή ιδέα καθώς όταν οι μπάλες γίνουν δύο, τρεις, τέσσερις κ.λπ. υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να χάσεις την μπάλα –κυριολεκτικά.

Αφότου συνηθίσει το πέταγμα και το πιάσιμο της μιας μπάλας, ο ασκούμενος προσθέτει και άλλη μια· το ζητούμενο εδώ, είναι να αποκτήσει αίσθηση χρόνου και απόστασης ώστε να αφήνει τη δεύτερη μπάλα να φύγει (και, άρα, να απελευθερωθεί το χέρι), όταν η πρώτη έχει φτάσει στο υψηλότερο σημείο της τροχιάς της. Οι γάτοι του juggling, λένε ότι αν καταφέρεις να μάθεις καλά (και όταν λέμε «καλά», εννοούμε «ΚΑΛΑ») την αλλαγή με τις δύο μπάλες, θεωρητικώς έχεις τελειώσει, καθώς όσες μπάλες και να προστεθούν μετά, η αρχή (και η βασική τεχνική) παραμένει η ίδια.

Τελευταία έρχεται η τρίτη μπάλα –εκεί το πράγμα, αρχίζει και γίνεται όντως ζογκλερικό. Πιάνεις τις δύο μπάλες με το ένα χέρι, πετάς τη μια στον αέρα, μόλις φτάσει στην κορυφή της τροχιάς της και αρχίζει να πέφτει, πετάς τη δεύτερη και πιάνεις την πρώτη και όταν η δεύτερη φτάσει στην κορυφή της τροχιάς της και αρχίζει να πέφτει, πετάς την τρίτη κ.ο.κ. Όλα αυτά, διατηρώντας το σώμα χαλαρό, τα χέρια κοντά στο σώμα, την αναπνοή ήρεμη και το βλέμμα σε ένα σημείο που να επιτρέπει να βλέπεις τα πάντα χωρίς να εστιάζεις πουθενά.

Χαλαρότητα, αναπνοή, αντίληψη χώρου και χρόνου –οι περισσότεροι ζογκλέρ, λένε ότι όλη τους η τέχνη βρίσκεται στην αντίληψη του timing- ψυχραιμία (οι μπάλες θα πέσουν –είναι αναπόφευκτο) και διάθεση για πολλή προπόνηση σε κάτι που κατά βάση είναι άχρηστο, παρά τα χιλιάδες χρόνια που υπάρχει ως ανθρώπινη δραστηριότητα. Κάτι θυμίζουν όλα αυτά. Ή, εν πάση περιπτώσει, θα έπρεπε να θυμίζουν, έτσι δεν είναι; Βεβαίως, κάποιοι θα σπεύσουν να επισημάνουν ότι οι πολεμικές τέχνες κάποτε ήταν (και για ορισμένους, εξακολουθούν να είναι) χρήσιμες, όμως τελικά, για την πλειονότητα των ανθρώπων, η χρησιμότητά τους είναι πιο κοντά σ’ αυτή του juggling: Γυμνάζεις το σώμα σου (στο σύνολό του) με έναν διαφορετικό τρόπο και παράλληλα μαθαίνεις κάτι για τον εαυτό σου.

Η εκμάθηση μιας καινούριας σωματικής δεξιότητας είναι συχνά κάτι πολύ ταπεινωτικό· πάντα ήταν, απλώς τις περισσότερες τέτοιες δεξιότητες τις αποκτήσαμε στα πρώτα χρόνια της ζωής μας και είτε δεν το θυμόμαστε, είτε είχαμε άλλη αντίληψη περί ταπεινότητας. Δραστηριότητες όπως οι πολεμικές τέχνες (ή το juggling), μας φέρνουν στην κατάσταση αυτή και μας δημιουργούν πλείστα όσα προβλήματα –σε σημείο που συχνά τις παρατάμε. Όμως όπως και το δέσιμο των κορδονιών, ή ο συντονισμός του μαχαιριού και του πιρουνιού στο φαγητό (δεξιότητες που παρά τα όσα νομίζουν οι περισσότεροι, χρειαστήκαμε κάμποση προσπάθεια για να αποκτήσουμε), η απάντηση είναι πάντοτε η ίδια: προπόνηση…

...ή έτσι λέει ο σεμπάι τουλάχιστον. Εγώ απλώς το μεταφέρω...

(*) Αφιερωμένο στον Σπύρο Π.

Δείγμα δωρεάν (ΙΙ)

Όσο περνάει ο καιρός, διαδίδεται όλο και περισσότερο στα ντότζο μια άκρως ενοχλητική τάση: οι μεν ενδιαφερόμενοι/υποψήφιοι μαθητές να ζητούν μια δοκιμή (συνήθως ενός μαθήματος αλλά ενίοτε και μιας εβδομάδας ή ενός μήνα) πριν εγγραφούν, οι δε ντοτζάρχες (ναι, το ξέρω αλλά αφενός χρησιμοποιείται ευρέως, αφετέρου δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο προς το παρόν), να προσφέρουν μια τέτοια «υπηρεσία» προκαταβολικά, ήτοι πριν τη ζητήσει καν ο ενδιαφερόμενος/υποψήφιος μαθητής. Προφανώς, επειδή ο ενδιαφερόμενος τη στιγμή εκείνη δεν είναι «υποψήφιος μαθητής» αλλά «δυνητικός πελάτης», θεωρεί ότι δικαιούται ένα τέτοιο δείγμα δωρεάν, ο δε ντοτζάρχης θεωρεί ότι αν το προσφέρει, αυξάνει τις πιθανότητές του να πουλήσει.

Θα προτιμούσα να αποφύγω το γνωστό ντιμπέιτ σχετικά με το ότι τα ντότζο είναι επιχειρήσεις και άρα πρέπει να χρησιμοποιούν τις αντίστοιχες τακτικές προκειμένου να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά –όλοι ξέρουμε ότι ζούμε στον καπιταλισμό (ορισμένοι που δεν το ήξεραν, το κατάλαβαν πριν τις γιορτές με τα νέα «Δεκεμβριανά») και όλοι ξέρουμε ότι έρχεται κρίση (ορισμένοι διατείνονται ότι η κρίση έχει ήδη έρθει, αλλά μάλλον δεν έχουν συνειδητοποιήσει τι εστί κρίση) και όλοι ξέρουμε ότι οι πολεμικές τέχνες δεν είναι και ό,τι πιο δημοφιλές στη χώρα μας, άρα θα πρέπει να γίνουν ορισμένες παραχωρήσεις. Ως εδώ, καλά.

Το πρόβλημα με τη συγκεκριμένη παραχώρηση, είναι διπλό: κατ’ αρχάς, έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με την ιδέα των πολεμικών τεχνών. Και κατά δεύτερον, είναι απολύτως ηλίθια –με το συμπάθιο, αλλά ορισμένα πράγματα δεν υπάρχει πολιτικώς ορθός τρόπος να τα πεις, ακόμα και αν θέλεις να τηρήσεις τους κανόνες πολιτικής ορθότητας (κάτι που η στήλη έχει αποφύγει εδώ και σχεδόν δύο χρόνια). Αλλά ας πιάσουμε τα πράγματα ένα-ένα.

Πρώτα περί της ιδέας των πολεμικών τεχνών: καίτοι τα μαθήματα και οι προπονήσεις σε ένα ντότζο, πληρώνονται με κάποιο οικονομικό αντίτιμο (συνήθως της τάξης των 40-60 ευρώ), οι μαθητές/πελάτες κάποια στιγμή συνειδητοποιούν ότι αυτό με το οποίο πληρώνουν δεν είναι τα χρήματά τους αλλά η δέσμευσή τους απέναντι σε ένα ολόκληρο σύστημα το οποίο περιλαμβάνει τον εαυτό τους, τον δάσκαλό τους (και τον δάσκαλο του δασκάλου τους και, ενίοτε και τον δάσκαλο του δασκάλου του δασκάλου τους), τους συνασκούμενούς τους και την ίδια την τέχνη. Βεβαίως, το οικονομικό μέρος δεν παύει να υπάρχει (καπιταλισμός κ.λπ., μην επαναλαμβανόμαστε) αλλά τελικά, η δέσμευση και η υποχρέωση (ον, που λένε και οι Ιάπωνες), είναι πολύ μεγαλύτερη από τα λεφτά.

Η εκμάθηση μιας πολεμικής τέχνης, συνοδεύεται από πολύ πόνο –σωματικό, διανοητικό και πνευματικό. Επίσης, συνοδεύεται από ένα ευρύτερο ξεβόλεμα και μια γενικότερη αλλαγή στον τρόπο ζωής του ασκούμενου. Στο μέτρο που ο ασκούμενος συνεχίσει την πορεία του πέρα από την απλή εκμάθηση ενός σετ τεχνικών (στις περισσότερες τέχνες, αυτό συμβαίνει περίπου ένα με δύο χρόνια από την ημέρα που ξεκινάει), θα αντιληφθεί ότι η ζωή του πλέον έχει αλλάξει και δη με έναν τρόπο που δεν είχε καν υποψιαστεί όταν αποφάσισε να διαβεί το κατώφλι ενός ντότζο. Και από τη στιγμή που κάτι τέτοιο όχι μόνο συμβαίνει αλλά είναι ουσιαστικό μέρος αυτού που λέμε μπούντο (σε όποια γλώσσα και αν το λέμε), η ιδέα και μόνο του δωρεάν δείγματος δεν έχει νόημα. Είτε δεσμεύεσαι, είτε δε δεσμεύεσαι.

Και πάμε στο δεύτερο μέρος, αυτό της ηλιθιότητας. Ακόμα και αν παρακάμψει κανείς όλο το κόνσεπτ του πνεύματος των πολεμικών τεχνών (να θυμίσουμε εδώ ότι από μόνη της μια τέτοια παράκαμψη είναι ανόητη καθώς, αν πρόκειται να την κάνουμε, γιατί να μπλεχτούμε με τις πολεμικές τέχνες ευθύς εξαρχής;), δεν παύει να υπάρχει το πρόβλημα της πλήρους απουσίας νοήματος στο να ζητήσει κανείς δείγμα δωρεάν από κάτι που χρειάζεται τουλάχιστον έναν χρόνο για να αποκτήσει υπόσταση. Έτσι δεν είναι;

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η εγγραφή σε μια σχολή πολεμικών τεχνών συνιστά έναρξη μιας διαδικασίας εκμάθησης. Πάει να πει, δεν ξέρω κάτι και πάω στο Χ μέρος για να το μάθω. Από τη στιγμή που δεν το ξέρω, τι είναι αυτό που περιμένω να καταλάβω με ένα μάθημα, με πέντε μαθήματα ή με δέκα μαθήματα; Ακόμα και αν δείξω θεαματική συνέπεια (κάτι που δεν κάνει σχεδόν κανείς) και παρουσιαστώ σε όλα τα μαθήματα επί έναν μήνα, πόσα πράγματα θα δω (από την τέχνη ή επάνω στο σώμα μου) ώστε να αποφανθώ ότι η εν λόγω τέχνη δε μου κάνει και καλά θα κάνω να ασχοληθώ με μια άλλη;

Ένας τρόπος να το σκεφτεί κανείς, είναι με το μάθημα μιας ξένης γλώσσας: δεν ξέρω Γαλλικά, πάω σε ένα φροντιστήριο να μάθω, κάνω ένα μάθημα (ή δύο ή πέντε) και αποφαίνομαι ότι τα Γαλλικά δε μου κάνουν. ΟΚ, αλλά πόσα Γαλλικά έμαθα σε ένα μάθημα (ή δύο ή πέντε) ώστε να έχει νόημα να μιλήσω για μια γλώσσα που σέρνει πίσω της μια ιστορία τουλάχιστον 1200 χρόνων (και αν συνυπολογίσουμε τους Φράγκους και τους Γαλάτες, ίσως και μεγαλύτερη); Ακόμα και αν θεωρήσουμε ότι οι πολεμικές τέχνες δεν είναι τόσο παλιές (που οι περισσότερες δεν είναι), και μόνο η διαδικασία εξοικείωσης του σώματος σε ένα καινούριο σύστημα κίνησης, καθιστά την εκμάθησή τους εξίσου (αν όχι περισσότερο) δύσκολη με αυτή της εκμάθησης μιας γλώσσας. Για να μη μιλήσουμε για το ότι συχνά η εκμάθηση μιας πολεμικής τέχνης, περιλαμβάνει και την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας ή τουλάχιστον ενός μέρους του λεξιλογίου της.

Εν ολίγοις, σύντροφοι καταναλωτές, όσο και αν η συμμετοχή σε ένα ντότζο είναι θέμα παροχής υπηρεσιών, είναι κάτι πολύ πιο ευρύ –και δεν μπήκαμε καν σε ιδεολογικά θέματα ή θέματα θεωρητικού υποβάθρου (αυτό που ορισμένοι αποκαλούν φιλοσοφία των πολεμικών τεχνών). Ακόμα και αν μείνουμε στα απολύτως πρακτικά ζητήματα, το δωρεάν δείγμα μπορεί να έχει νόημα αν μιλάμε για σαμπουάν αλλά δεν έχει κανένα νόημα αν μιλάμε για ντότζο. Απλά και χωρίς πολλά-πολλά…

...ή έτσι λέει ο σεμπάι τουλάχιστον. Εγώ απλώς το μεταφέρω...

ΥΓ
Το κείμενο αυτό περιέχει ορισμένα πράγματα που,
για λόγους χώρου, κόπηκαν από το παλιότερο, ομότιτλο κείμενο. Αν και για τις ανάγκες του μπλογκ θα μπορούσα να τα ενοποιήσω, προτίμησα να τα δημοσιεύσω και τα δύο, ζητώντας συγνώμη για τα σημεία στα οποία υπάρχει αλληλεπικάλυψη.

Τα ράσα (δεν;) κάνουν τον παπά

Ο χώρος στον οποίο προπονούμαι είναι πολλαπλών χρήσεων –αυτό σημαίνει ότι δεν πρόκειται για ένα ντότζο στο οποίο διδάσκεται μια πολεμική τέχνη αλλά πολλές, ενίοτε δε και ταυτόχρονα. Ως αναπόφευκτο επακόλουθο, κάθε δεδομένη στιγμή, ο επισκέπτης θα δει να μπαινοβγαίνουν στους κοινόχρηστους χώρους άνθρωποι με λευκή (ή μπλε) φόρμα (Τζούντο), με λευκό σακάκι και μαύρη (ή μπλε) χακάμα (Αϊκίντο), με μπλε σακάκι και μπλε χακάμα (Ιάιντο), με μπλε σακάκι, μπλε χακάμα και πανοπλία (Κέντο), με λευκό σακάκι, μπλε χακάμα και πανοπλία (Ναγκινάτα), με μαύρο σακάκι και μαύρο παντελόνι (Κένπο Καράτε) ή με απλό παντελόνι και τ-σερτ (Συστέμα). Πολύχρωμο πλήθος –αν και με κάπως περιορισμένη χρωματική φαντασία– και αρκετά μπερδεμένο για τον «αμύητο» επισκέπτη.

Σε τέτοιου είδους χώρους, περισσότερο ίσως από ό,τι σε άλλους που εστιάζουν σε μια τέχνη, οι επισκέπτες αναρωτιούνται γιατί όλη αυτή η πολυχρωμία –στην πραγματικότητα, αναρωτιούνται γιατί τόσες πολλές διαφορετικές «στολές» αφού στην πραγματικότητα όλοι ασκούνται στις πολεμικές τέχνες. Ειδικά η χακάμα φαίνεται να προβληματίζει αρκετούς· η φόρμα του Τζούντο, του Αϊκίντο ή του Καράτε έχουν μια προφανή λειτουργικότητα, αλλά ένα τεράστιο παντελόνι-φούστα που παραπέμπει στην Ιαπωνία του 16ου αιώνα έρχεται μάλλον δύσκολο στη χώνεψη των Αθηναίων του 21ου. Και, αναπόφευκτα, αρχίζουν οι σαχλαμάρες περί σαμουράι, σογκούν κ.λπ. καθώς και τα σχόλια περί του πόσο εκτός πραγματικότητας είναι όλα αυτά, πόσο οι ασκούμενοι χάνουν τον χρόνο τους και πόσο καλύτερα θα έκαναν αν ασκούνταν σε κάτι πιο ρεαλιστικό και γειωμένο στην καθημερινότητα των δυτικών κοινωνιών.

Προφανώς, μια τέτοια κριτική έχει κάποια βάση, καίτοι συχνά εκφράζεται κάπως επιδερμικά –και αναφέρομαι εδώ σε όσους πράγματι επικρίνουν και όχι στην καλοπροαίρετη πλάκα μεταξύ συνασκούμενων σε διαφορετικές πολεμικές τέχνες. Σίγουρα, η εκμάθηση μιας τέχνης που εστιάζει στην πρακτική αυτοάμυνα, δεν μπορεί να γίνεται με «στολές» αλλά θα πρέπει να λάβει υπόψη την πραγματικότητα στην οποία θα κληθεί να εφαρμόσει την αυτοάμυνα ο εκπαιδευόμενος. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που στις σχολές στρατού και αστυνομίας, δε διδάσκονται κλασσικές πολεμικές τέχνες αλλά σύγχρονα μεικτά συστήματα με τους εκπαιδευόμενους να φορούν καθημερινά ρούχα. Στις πολεμικές τέχνες, ωστόσο, το θέμα είναι κάπως πιο σύνθετο· όπως έχουμε πει (για την ακρίβεια, επαναλάβει μέχρι ναυτίας), η αυτοάμυνα εκεί είναι μέρος μόνο της συνολικής εικόνας και ακόμα και αυτή, εκφράζεται καλύτερα μέσα σε ένα πλαίσιο που δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και τις ειδικές ενδυμασίες. Τουλάχιστον μέχρι ένα επίπεδο.

Αυτό που βασικά συμβαίνει στις πολεμικές τέχνες, από την αρχή της ενασχόλησης μαζί τους και ως ένα σημείο της διαδρομής (το σημείο στο οποίο ο ασκούμενος παύει να είναι αρχάριος μαθητής και γίνεται αυτό που οι αγγλόφωνοι αποκαλούν «practitioner») είναι ένας επανα-προγραμματισμός του νου και του σώματος. Ο ασκούμενος εκθέτει τον εαυτό του σε ένα σύστημα που του αλλάζει τον τρόπο που κινείται, που σκέφτεται και που δρα· στην ουσία του αλλάζει τον τρόπο που ζει. Αποκτά μια άλλη αντίληψη περί χώρου και περί χρόνου, βλέπει τους ανθρώπους γύρω του με διαφορετικό τρόπο, αναπνέει αλλιώτικα και οξύνει τις αισθήσεις του (κυρίως την κιναίσθησή του) σε σημείο σχεδόν εξωπραγματικό –και όλα αυτά ακόμα και πριν τα υψηλά επίπεδα γνώσης. Η όλη εμπειρία είναι ένα σοκ για το νευρικό σύστημα και δη ένα σοκ διαρκείας.

Οι «στολές» (παρεμπιπτόντως, επιμένω ότι το «φόρμες» είναι σωστότερο) είναι απλώς ένας τρόπος να μειωθεί το σοκ αυτό και να διευκολυνθεί η μετάβαση από την πρότερη κατάσταση στη μεταγενέστερη. Προφανώς κάθε άσκηση θέλει άνετα ρούχα, όμως ο λόγος που στις πολεμικές τέχνες χρησιμοποιούνται αυτά τα ρούχα δεν είναι η ευκολία της κίνησης –είναι, κυρίως, το γύρισμα ενός νοητικού διακόπτη: μπαίνω στο ντότζο, φοράω τα ρούχα αυτά και, άρα, για τις επόμενες μια-δύο ώρες, παίζω έναν διαφορετικό ρόλο. Ναι, είναι ρόλος και παραμένει ρόλος για αρκετό καιρό –μέχρι νους και σώμα να αλλάξουν τόσο ώστε ο ρόλος να γίνει πραγματικότητα. Από εκεί και πέρα, ο σκοπός έχει επιτευχθεί και οι στολές/φόρμες περιττεύουν. Έχει κανείς αμφιβολία ότι ένας υψηλού επιπέδου τζουντόκα/καρατέκα/αϊκιντόκα/whatever, μπορεί να κάνει Τζούντο/Καράτε/Αϊκίντο/whatever, χωρίς τη φόρμα;

Μη γελιόμαστε: οι περισσότεροι δε διαθέτουμε την πειθαρχία ενός πολεμιστή που ετοιμάζεται για μάχη –στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να διαθέτουμε ένα μέρος από την πειθαρχία ενός αθλητή αλλά ακόμα και στην περίπτωση του αθλητισμού, αυτά που διακυβεύονται είναι πολύ μικρότερης αξίας. Όταν ερχόμαστε σε επαφή με τις πολεμικές τέχνες, συνειδητοποιούμε ότι πρέπει να βάλουμε τον εαυτό μας σε μια πρωτόγνωρη πειθαρχία που πολύ συχνά, είναι απολύτως ασύμβατη με την καθημερινότητά μας. Μια μεταμφίεση όπως τα ρούχα προπόνησης, είναι ένα ακόμα βοήθημα (μαζί με την εξωτική ορολογία, τα τελετουργικά αρχής και λήξης της προπόνησης, τη διακόσμηση κ.λπ.) προκειμένου να μπορέσουμε να αποκτήσουμε την πειθαρχία αυτή και να προχωρήσουμε –τουλάχιστον μέχρι του σημείου που θα γίνει μέσα μας το καίριο κλικ.

Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από σύμβολα προκειμένου να αντιληφθούν καλύτερα την πραγματικότητα και τη θέση τους μέσα σ’ αυτή. Οι εξωτικές φορεσιές των πολεμικών τεχνών είναι ένα τέτοιο σύμβολο που, όπως και όλα τα υπόλοιπα σύμβολα άλλωστε, κάποια στιγμή εξαντλεί τη χρησιμότητά της. Ένας ιερέας δεν παύει να είναι ιερέας όταν βγάζει το σχήμα του και ένας γιατρός παραμένει γιατρός ακόμα και όταν δε φοράει τη λευκή μπλούζα. Αυτό που έχει πραγματική σημασία είναι το σε ποιο σημείο της διαδρομής του, ο ιερέας αρχίζει να αισθάνεται ιερέας, ο γιατρός, γιατρός και ο ασκούμενος στις πολεμικές τέχνες, μπουντόκα…

...ή έτσι λεει ο σεμπάι τουλάχιστον. Εγώ απλώς το μεταφέρω...

Μην κινηθείς! Εκινήθης!

Δεν είναι γνωστό τοις πάσι –αλλά θα έπρεπε να είναι: η λέξη «ντότζο» (道場), ήτοι χώρος εξάσκησης, δεν προέρχεται από τις πολεμικές τέχνες αλλά από τον Βουδισμό Ζεν. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται στον χώρο στον οποίο πηγαίνουν οι μοναχοί για να κάνουν Ζαζέν, πα’ να πει, να καθίσουν στη θέση του λωτού ή σε σέιζα και να μην κάνουν τίποτα για μια ώρα. Σε τακτά χρονικά διαστήματα –περίπου ανά 45 λεπτά– οι ασκούμενοι σηκώνονται βαδίζουν για μερικά λεπτά με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο (κινχίν) ώστε να ξε-πιαστούν και να κυκλοφορήσει το αίμα τους και στη συνέχεια κάθονται ξανά, για ένα ακόμα 45λεπτο. Οι κύκλοι αυτοί επαναλαμβάνονται δύο ή τρεις φορές, μέχρι να τελειώσει η εξάσκηση για την ημέρα.

Όσοι δεν έχουν δοκιμάσει την εξαιρετικά ζόρικη αυτή άσκηση, διερωτώνται από πού και ως πού πρόκειται όντως για άσκηση και γιατί ο χώρος στον οποίο διεξάγεται να λέγεται «ντότζο» –σε τελική ανάλυση, οι άνθρωποι αυτοί δεν κάνουν τίποτα, έτσι δεν είναι; Το λένε μάλιστα και οι ίδιοι: το κάθισμα στο Ζεν, λέγεται «σικαντάζα», δηλαδή «απλώς κάθισμα», και παρά την τάση μας στη Δύση να αποκαλούμε τη μέθοδο αυτή, «διαλογισμό», πρόκειται στην πραγματικότητα για ακριβώς το αντίθετο: το ζητούμενο στο Ζαζέν δεν είναι το να «διαλογιστείς», αλλά το να μην «διαλογιστείς»· το να αδειάσεις τον νου σου από τα πάντα και απλώς να βιώσεις τη στιγμή.

Τα κείμενα των δασκάλων του Ζεν δείχνουν ότι η βασική άσκηση του Ζαζέν, το «απλό κάθισμα» είναι υπόθεση πολύ πιο σοβαρή από όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Οι άνθρωποι αυτοί μιλούν για το Ζαζέν σαν να πρόκειται για μια υπόθεση ζωής και θανάτου· ο ίδιος ο Βούδας, ο επικεφαλής της συγκεκριμένης κοσμοθεωρίας, κάθισε κάτω από ένα δέντρο και υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι ή θα φτάσει στη συνειδητοποίηση (μέσω της συγκεκριμένης άσκησης) ή θα πεθάνει. Και οι άνθρωποι που ακολουθούν την κοσμοθεωρία του, αντιμετωπίζουν –τουλάχιστον οι σοβαρότεροι από αυτούς– με τον ίδιο τρόπο. Κάθε κάθισμα είναι μια μάχη με τον εαυτό μας και μόνο ένας μπορεί να βγει ζωντανός.

Για τη δυσκολία της άσκησης του Ζαζέν δε χρειάζεται, ωστόσο, να αρκεστούμε στις αφηγήσεις των δασκάλων· αρκεί να σκεφτούμε λιγάκι το πόσο αντιφατική είναι μια τέτοια άσκηση με τα χαρακτηριστικά του δυτικού κόσμου/πολιτισμού. Αφενός έχουμε μάθει να γεμίζουμε τον κόσμο μας και το μυαλό μας με πληροφορίες (και, άρα, η απουσία αυτών μας φαίνεται αδιανόητη). Και αφετέρου, επειδή είμαστε τόσο γεμάτοι από ανασφάλειες, που η προοπτική να σταθούμε ενώπιοι ενωπίοις απέναντι στον εαυτό μας, μας φαίνεται στην καλύτερη (;) περίπτωση γελοία και στη χειρότερη (;) απολύτως τρομακτική. Μ’ άλλα λόγια, έχουμε μάθει να ετεροπροσδιοριζόμαστε και το Ζαζέν μας προκαλεί να αυτοπροσδιοριστούμε.

Το πρόβλημα του ετεροπροσδιορισμού, υπάρχει και στις πολεμικές τέχνες: στις περισσότερες από αυτές, καλούμαστε να λειτουργήσουμε με βάση τη δράση ενός αντιπάλου, είτε αυτός είναι ορατός (Τζούντο, Κέντο, Κουνγκ Φου, Αϊκίντο), είτε αόρατος (Ιάιντο, Τάι τσι, Κάτα του καράτε). Μπορούμε να λειτουργήσουμε προλαβαίνοντας την κίνηση του αντιπάλου ή αντιδρώντας σ’ αυτή, όμως σε κάθε περίπτωση, ο αντίπαλος είναι εκεί και ό,τι κάνουμε αλληλεπιδρά με τις κινήσεις του. Στο Ζαζέν, ωστόσο, δεν υπάρχει αντίπαλος και δεν υπάρχει πράξη. Υπάρχει μόνο το κάθισμα και ο εαυτός μας.

Σε έναν κόσμο γεμάτο κίνηση, το Ζαζέν αντιπροτείνει την ακινησία και σε έναν νου που κινείται διαρκώς (στο Βουδισμό αυτό αποκαλείται νους-πίθηκος ή «σινέν») αντιπαραβάλλει τον νου που είναι κενός από κάθε σκέψη («μουσίν»). Μόνο έτσι, επιτυγχάνεται αυτό που είθισται να αποκαλούμε «φώτιση» (σατόρι), μια εμπειρία-κατάσταση που κερδίζεται μόνο με διαρκή άσκηση –πρόκειται για μια κατάσταση συνειδητότητας που δεν έρχεται μια φορά στη ζωή μας και την αλλάζει αλλά για κάτι που έρχεται και χάνεται και που ο μόνος τρόπος να μείνει, είναι μέσω της διαρκούς άσκησης.

Θυμίζει τις πολεμικές τέχνες, έτσι δεν είναι; Η καθημερινή άσκηση στο ντότζο, γίνεται για να προγραμματίσει το σώμα και τον νου μας κατά τέτοιον τρόπο που όταν/αν μας χρειαστεί, να λειτουργήσουν όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται –να αμυνθούμε, να εξουδετερώσουμε έναν αντίπαλο ή να αποφύγουμε τις σοβαρότερες συνέπειες μιας συμπλοκής. Κάτι αντίστοιχο επιδιώκει και το Ζαζέν: προγραμματίζει κανείς τον νου του (και, κατά κάποιον τρόπο και το σώμα του, στο μέτρο που αυτό περιβάλλει τον νου) ώστε να λειτουργήσει όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται στην καθημερινή ζωή. Δηλαδή, σε ένα πεδίο πολύ πιο ευρύ από αυτό στο οποίο καλείται να λειτουργήσει η πολεμική τέχνη.

Αξίζει να τα έχει όλα αυτά κανείς κατά νου, κάθε φορά που μπαίνει στο ντότζο και ετοιμάζεται για μια προπόνηση. Οι άνθρωποι που συνέλαβαν την έννοια του ντότζο, εννοούσαν κάτι παραπέρα από ένα απλό γυμναστήριο· εννοούσαν έναν χώρο στον οποίο κάθε στιγμή, κάνουμε μια μάχη, συχνά με έναν αντίπαλο αλλά πάντοτε με τον εαυτό μας. Μια τέτοια μάχη ενδέχεται να μην έχει τους εντυπωσιακούς τραυματισμούς που έχει, π.χ. ένας αγώνας πυγμαχίας ή μια αναμέτρηση με ξίφη, όμως οι «ουλές» που αφήνει συχνά είναι πολύ πιο βαθιές από μια χαρακιά που θα γιατρευτεί με μερικά ράμματα. Στον κόσμο γύρω μας, συνήθως λειτουργούμε παρακάμπτοντας αυτό που πραγματικά είμαστε –στο ντότζο, δεν μπορούμε παρά να το κοιτάξουμε κατάματα και να το αντιμετωπίσουμε…

...ή έτσι λέει ο σεμπάι τουλάχιστον. Εγώ απλώς το μεταφέρω...

Brothers in Arms

Είναι γνωστό ότι υπάρχει αρκετός κόσμος –στα ξένα αλλά και εδώ– που αποφασίζει να ασχοληθεί με τις πολεμικές τέχνες για λόγους κοινωνικούς, δηλαδή για να βρεθεί σε ένα καινούριο περιβάλλον, να συναναστραφεί με καινούριους ανθρώπους και να διαμορφώσει καινούριες σχέσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλές γλώσσες, οι σχολές πολεμικών τεχνών ονομάζονται «clubs» (δηλαδή, «λέσχες» ή «ενώσεις»), ότι μιλάμε για «μέλη» με «συνδρομές» ή ότι συχνά ο νόμος τις αντιμετωπίζει ως «συλλόγους» ή «σωματεία» –όλα λέξεις που συνδέονται με μια συνεύρεση ανθρώπων που ενδιαφέρονται για ένα συγκεκριμένο αντικείμενο.

Αυτό που δεν είναι εξίσου γνωστό, είναι ότι αρκετοί από τους σκληροπυρηνικούς πολεμικοτεχνίτες θεωρούν ότι η αντιμετώπιση αυτή αδικεί τις πολεμικές τέχνες. Σύμφωνα με την αντίληψη των ανθρώπων αυτών, η ενασχόληση με τις πολεμικές τέχνες πρέπει να γίνεται με μόνο στόχο την ίδια την πολεμική τέχνη και τη μελέτη της και ότι εκείνοι που θέλουν μια κοινωνική δραστηριότητα, θα έπρεπε να επιλέξουν κάτι άλλο –σε τελική ανάλυση, υπάρχουν πλείστες όσες δραστηριότητες, σωματικές και μη, που όχι μόνο δίνουν την ευκαιρία για κοινωνική συναναστροφή αλλά την ενθαρρύνουν κιόλας. Η επιτυχία που έχουν οι σχολές χορού (χορού όπως λέμε «social dancing»), είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα και χωρίς ιδιαίτερο ψάξιμο μπορεί κανείς να σκεφτεί και αρκετά ακόμα.

Προφανώς καθείς και η άποψή του· σε τελική ανάλυση, ο λόγος για τον οποίο ξεκινά να ασχολείται κανείς με τις πολεμικές τέχνες είναι δικός του και δεν οφείλει να δώσει λόγο ούτε στη διοίκηση του εκάστοτε ντότζο, ούτε στους άλλους συνασκούμενους, τουλάχιστον από τη στιγμή που δεν τους ενοχλεί και δεν διαταράσσει την εύρυθμη λειτουργία του χώρου (παρεμπιπτόντως, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, η εύρυθμη λειτουργία μιας ολόκληρης χώρας έχει διαταραχθεί αρκετά, όμως για αυτή την υγρασία θα μιλήσουμε μια άλλη φορά). Για οποιονδήποτε λόγο και να αποφασίσει κανείς να δοκιμάσει τις πολεμικές τέχνες, αν ασκείται ειλικρινά και τίμια την ώρα του μαθήματος ή της προπόνησης, ο στόχος έχει επιτευχθεί.

Αυτό που ξεχνούν όσοι επικρίνουν την κοινωνική προσέγγιση στις πολεμικές τέχνες, είναι ότι από τη στιγμή που άνθρωποι συναντιούνται σε έναν κοινό χώρο, οι σχέσεις διαμορφώνονται ούτως ή άλλως –ως εκ τούτου, ακόμα και ο πιο αφοσιωμένος ασκούμενος, μοιραία θα έρθει πιο κοντά στους συνασκούμενούς του. Και αυτό που δε γνωρίζουν όσοι έρχονται στις πολεμικές τέχνες για λόγους κοινωνικούς είναι ότι οι σχέσεις που, αναπόφευκτα, θα δημιουργήσουν είναι κάτι πολύ πιο ιδιαίτερο από αυτό που πίστευαν. Και αυτό επειδή σε μια σχολή πολεμικών τεχνών που λειτουργεί όπως πρέπει, μια προπόνηση έχει σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά μιας μάχης. Ελεγχόμενης, λιγότερο αιματηρής, συχνά με μικρότερες συναισθηματικές φορτίσεις, αλλά μάχης παρ’ όλα αυτά.

Το έχουμε ξαναπεί στο παρελθόν και θα το ξαναπούμε: οι πολεμικές τέχνες είναι μια δοκιμασία, όχι μόνο για τους μύες και τα κόκαλά μας, αλλά –κυρίως– για το νευρικό μας σύστημα και τις ψυχικές μας αντοχές. Κατ’ αρχάς, προσπαθούμε να επαναπρογραμματίσουμε όλα μας τα συστήματα έτσι ώστε να λειτουργούν με έναν διαφορετικό τρόπο –συγκεκριμένοι βηματισμοί, συγκεκριμένες αναπνοές, συγκεκριμένες εστιάσεις του βάρους, συγκεκριμένοι χρονισμοί ποδιών και χεριών. Εν συνεχεία, προσπαθούμε να λειτουργήσουμε σε συνάρτηση με κάποιον άλλον· για την ακρίβεια, με μια σειρά από κάποιους άλλους, όλους διαφορετικούς μεταξύ τους. Όλα αυτά σε ένα καινούριο περιβάλλον με τα δικά του χαρακτηριστικά, τις δικές του αρχές, τη δική του ιεραρχία προσώπων και θεσμών. Και, πάνω απ’ όλα, με πανταχού παρόντα τον ενδεχόμενο κίνδυνο της σωματικής βλάβης και τη βεβαιότητα του πόνου.

Αυτά τα δύο τελευταία, είναι αρκετά για να κάνουν κρόσσια τα νεύρα ακόμα και των πιο συγκροτημένων ανθρώπων. Και αυτό, επειδή οι περισσότεροι σημερινοί άνθρωποι, δεν ζούμε επικίνδυνα –ζούμε απλές, καθημερινές ζωές σε μια σύγχρονη κοινωνία που μας ασφαλίζει απέναντι στα πάντα (ή σχεδόν στα πάντα). Τα σπίτια μας αντέχουν καταστροφές (πλην ακραίων περιπτώσεων), τα αυτοκίνητά μας το ίδιο (επίσης, πλην ακραίων περιπτώσεων), έχουμε μέσα για να αντιμετωπίσουμε το κρύο, τη ζέστη, τον πόνο, τις αρρώστιες (για τις ακραίες περιπτώσεις είπαμε, δεν είπαμε;) και την πλειονότητα των απειλών κατά της ζωής μας και της σωματικής μας ακεραιότητας. Εν ολίγοις, ζούμε σε μια γυάλα που μας κρατά ασφαλείς.

Όμως από τη στιγμή που αποφασίζουμε να γραφτούμε σε ένα ντότζο όλα αυτά αλλάζουν. Ο πόνος είναι εκεί από την πρώτη στιγμή, τα συστήματά μας (νευρικό, μυοσκελετικό, αναπνευστικό, κυκλοφορικό ακόμα και πεπτικό) γίνονται άνω κάτω και ο τρόπος που ιεραρχούμε τις προτεραιότητές μας, αλλάζει άρδην: ακόμα και τα σοβαρότερα προβλήματα της καθημερινότητάς σου μπορούν να ξεχαστούν τη στιγμή που ένα κομμάτι ξύλο έρχεται με φόρα προς το κεφάλι σου και το μόνο πράγμα που θα σε σώσει είναι η αστραπιαία μετατόπιση του άθλιου σαρκίου σου μερικά εκατοστά πιο δεξιά ή αριστερά –όσοι δεν κάνουν όπλα, μπορούν να αντικαταστήσουν το παραπάνω αίσθημα με το αίσθημα που έχεις όταν ξεκινάς να πέφτεις από ένα Κάτα Γκουρούμα του Τζούντο.

Αν στα παραπάνω προσθέσουμε την, αναγκαία, σχιζοφρένεια της πρόθεσης να βλάψεις τον άλλον (αν δεν υπάρχει, δε μιλάμε για πολεμικές τέχνες αλλά για RPG) και της απέχθειας προς τη βία (αν δεν υπάρχει, επίσης δε μιλάμε για πολεμικές τέχνες αλλά για καφριλίκι) δεν είναι περίεργο που μέσα σε ένα ντότζο διαμορφώνονται σχέσεις πολύ πιο βαθιές ακόμα και από τις πιο προσωπικές ή κοινωνικές. Καθώς οι εβδομάδες γίνονται μήνες και μετά χρόνια ή δεκαετίες, γνωρίζεις τον συνασκούμενό σου με έναν τρόπο εντελώς διαφορετικό από τον τρόπο που γνωρίζεις οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο στη ζωή σου –τον γνωρίζεις ιδρώνοντας, ματώνοντας, χτυπώντας και . πονώντας μαζί του. Και αν αυτό δεν είναι ακριβώς το ίδιο με το αίσθημα του συμπολεμιστή, είναι –ευτυχώς– το κοντινότερό του αντίστοιχο για τους περισσότερους εξ ημών…

...ή έτσι λεει ο σεμπάι τουλάχιστον. Εγώ απλώς το μεταφέρω...

Παραδοσιακά

Δεν ξέρω αν ισχύει μόνο στην Ελλάδα –υποπτεύομαι πως όχι, αν και κατά πάσα πιθανότητα εδώ ισχύει πιο πολύ από ό,τι αλλού– αλλά μια από τις πιο κακοπαθημένες λέξεις της καθημερινότητας όλων μας, πολεμικοτεχνιτών και μη, είναι η παράδοση και τα παράγωγά της. Δεν υπάρχει περίπτωση να ανοίξεις τηλεόραση, ραδιόφωνο ή περιοδικό, δεν υπάρχει περίπτωση να πας σε μαγαζί (από σούπερ μάρκετ μέχρι βιβλιοπωλείο –αν και αυτά τα δύο ενίοτε ταυτίζονται) και δεν υπάρχει περίπτωση να περπατήσεις στον δρόμο και να μην πάρει το μάτι σου ή το αυτί σου τον χαρακτηρισμό «παραδοσιακό», σχεδόν πάντοτε ως ταυτόσημο του «ποιοτικού» ή, έστω, του «ποιοτικότερου», έναντι κάποιου άλλου αντικειμένου το οποίο δεν είναι «παραδοσιακό».

Οι πολεμικές τέχνες δεν αποτελούν εξαίρεση στο φαινόμενο αυτό –και γιατί να αποτελούν εδώ που τα λέμε; Ουκ ολίγες φορές, μια άσκηση, μια τεχνική, ένα κάτα, μια ολόκληρη τέχνη νομιμοποιούνται με τη φράση «έτσι γίνεται παραδοσιακά», ενώ δεν είναι λίγες οι φορές ¬που οι επισκέπτες ενός ντότζο εμφανίζονται με το αίτημα να μάθουν κάτι «παραδοσιακό» ή φεύγουν από το ντότζο επειδή αυτό που διδάσκεται είναι «παραδοσιακό» και αυτοί θέλουν κάτι άλλο κ.λπ. Για κάποιον λόγο, μια «παραδοσιακή» τέχνη (όπως και μια «παραδοσιακή» γραβιέρα άλλωστε) είναι καλύτερη από μια «μη παραδοσιακή»· οι δε ασκούμενοι σε μια τέτοια τέχνη (και, συνεπώς, υπερασπιστές της), θέτουν αυτό της το χαρακτηριστικό ως κύριο επιχείρημα σε οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από αυτή.

Το πρόβλημα είναι πολυδιάστατο. Κατ’ αρχάς, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, αυτό που καλείται «παραδοσιακό», δεν έχει τα φόντα να καλείται έτσι –τέχνες όπως το Καράτε, το Αϊκίντο, το Τζούντο ή το Κέντο είναι τόσο φρέσκιες στο κουρμπέτι, που και μόνο ο χαρακτηρισμός κάποιων στιλ ως «παραδοσιακών», μόνο ως αστείο μπορεί να θεωρηθεί. Picture it: Το 1977 (υποπτεύομαι και παλαιότερα, όμως το όριο του γράφοντος είναι κάπου εκεί), το Καράτε του Μιγιάγκι (όχι του Μίστερ, του Τσοτζούν) ήταν παραδοσιακό και το Σότοκαν του Φουνακόσι όχι –εν ολίγοις, ένα Καράτε ηλικίας (τότε) 100 ετών ήταν παραδοσιακό, ενώ ένα καράτε ηλικίας (τότε) 60, δεν ήταν. Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, το Σότοκαν του Φουνακόσι είναι παραδοσιακό και το Εντ Πάρκερ Κένπο δεν είναι. Εν ολίγοις, με το που κλείνει κάτι έναν αιώνα ζωής, αυτομάτως χαρακτηρίζεται «παραδοσιακό» –περί αυτού πρόκειται;

Ψυχή βαθιά που έλεγε και η κ. Νένα. Εκατό χρόνια δεν αρκούν για να χαρακτηρίσουμε κάτι ως παραδοσιακό, ειδικά με τα δεδομένα μακροζωίας της Άπω Ανατολής. Και όταν λέω μακροζωίας, δεν εννοώ μόνο των ανθρώπων –προκειμένου κάτι να χαρακτηριστεί παραδοσιακό, θα πρέπει να αποδειχθεί εμπράκτως ότι η ουσία του έχει καταφέρει να διαρκέσει και να εξελιχθεί κόντρα σε μια πλειάδα αντιξοοτήτων, μια από τις οποίες είναι ο χρόνος όπως αυτός περνάει πάνω από την ίδια την τέχνη. Μ’ άλλα λόγια, μπορεί μια τέχνη να επιζήσει πέρα από μια-δυο γενιές δασκάλων; Λεπτομέρεια: όταν λέμε «γενιές», δεν εννοούμε «σειρές» όπως στον Ελληνικό Στρατό ή στα σχολεία –εννοούμε γενιές 35-40 ετών.

Και άντε και λύσαμε, που λέει ο λόγος, τι εννοούμε όταν αποκαλούμε κάτι παραδοσιακό (κάτι που υπάρχει τουλάχιστον 200-300 χρόνια, έτσι για να συνεννοούμαστε), πώς λύνουμε την ταύτιση της παράδοσης με την ποιότητα; Μια τιμημένη παράδοση (ενάμισι αιώνα, αλλά έχω την εντύπωση ότι δεν πρόκειται να εξαφανιστεί αύριο μεθαύριο, παρά τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις) κάποιων περιοχών του βαθέος νότου των Η.Π.Α., είναι το να βγαίνεις τις νύχτες έξω, φορώντας κάτι λευκές μυτερές κουκούλες και να καις σταυρούς στις αυλές των μαύρων. Επίσης συγκεκριμένες περιοχές διαφόρων χωρών, μηδέ της παρούσης εξαιρουμένης (από ό,τι ακούω), έχουν την τιμημένη παράδοση της καλλιέργειας εκείνου του χορταριού που οι επιστήμονες αποκαλούν Cannabis Sativa, υποείδος Indica –για κάποιον λόγο, παρά την αντοχή τους στον χρόνο, οι συγκεκριμένες παραδόσεις δεν τυγχάνουν καλής φήμης. Γιατί άραγε;

Πιθανότατα, επειδή οι άνθρωποι έκαναν, γκουχ, γκουχ, ανοησίες πάντοτε. Ακόμα και την ηρωική εποχή των σαμουράι, υπήρχαν σχολές ξιφομαχίας που ήταν για τα πανηγύρια (και, ναι, κάποιες από αυτές σώζονται ως σήμερα, γεγονός που αποδεικνύει ότι η θεωρία του Δαρβίνου δεν είναι 100% σωστή)· όπως είπαμε παραπάνω, αυτό που χαρακτηρίζει την ποιότητα μιας τέχνης, και γενικότερα μιας παράδοσης, είναι η αντοχή της και η εξέλιξή της απέναντι σε μια σειρά δοκιμασιών. Το επιχείρημα «επειδή έτσι γίνεται εδώ και 200 χρόνια, άρα είναι καλό», είναι ατυχές επειδή (α) είναι σχεδόν βέβαιο ότι δε γίνεται «έτσι» εδώ και 200 χρόνια, και, (β) επειδή οι άνθρωποι πριν από 200 χρόνια δεν ήταν πιο σοφοί από ό,τι είναι σήμερα –οι άνθρωποι που πριν από εκατό χρόνια μας έφεραν το Κέντο, ζούσαν την ίδια εποχή (χώρια που ενίοτε ήταν και οι ίδιοι άνθρωποι) που μας έφερε και τον βιασμό του Νανκίνγκ. Και αν αυτό δε λέει τίποτα για το Κέντο (και όντως δε λέει), λέει πολλά για το πώς αντιλαμβανόμαστε εμείς εκείνους τους ανθρώπους, τι αξία τους δίνουμε και γιατί.

Όλοι οι λαοί δίνουν αξία στις παραδόσεις τους –και καλά κάνουν. Γιατί η παράδοση είναι αυτό που μας συνδέει με τις παλιές εποχές, μας μαθαίνει από πού ερχόμαστε και μας βοηθάει να αντιληφθούμε πού είμαστε και πού θέλουμε να πάμε. Όμως από το σημείο αυτό, μέχρι του σημείου να τη θεωρήσουμε ως την απόλυτη απάντηση για τα πάντα, απαιτείται ένα Κιρκεγκωριανό άλμα το οποίο οι περισσότεροι δεν αντιλαμβάνονται καν ότι διαπράττουν. Το αστείο είναι, ότι δεν είναι δύσκολο να το αντιληφθείς –αρκεί να σκεφτείς ότι αυτό που σήμερα είναι «παραδοσιακό», κάποτε δεν ήταν και ότι όταν εμφανίστηκε, οι άνθρωποι το αντιμετώπισαν με τον ίδιο σκεπτικισμό που και εμείς σήμερα αντιμετωπίζουμε τα «μη παραδοσιακά» πράγματα…

...ναι, και αυτό...

Δικαιωματικά

Ο Κώστας είναι από τις συμπαθέστερες περιπτώσεις ανθρώπων που μπορεί κανείς να συναντήσει σε ένα ντότζο. Πάντα φιλικός και ευγενικός, καλλιεργημένος, με χιούμορ, επιμελής ως προς τη μελέτη/προπόνηση και με ένα διαρκές ενδιαφέρον για το παραπέρα της τέχνης, είτε αυτό είναι τεχνικό, είτε θεωρητικό-φιλοσοφικό. Σχεδόν πάντα έμενε και συμμετείχε στα πηγαδάκια μετά την προπόνηση, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που οι συζητήσεις για κάποια πιθανή (και, πιο συχνά, απίθανη) λεπτομέρεια τραβούσαν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες –συνήθως συνοδεία κάποιου καφέ ή κάποιου ποτού. Τον καιρό αυτό ετοιμάζεται για το δεύτερο νταν του και, αν όλα πάνε καλά, θα περάσει, γκχμ-γκχμ, με το σπαθί του· παράλληλα, κλείνει μια δεκαετία ενασχόλησης με το αντικείμενο, ενασχόλησης που περιλαμβάνει και μπόλικο διάβασμα και ψάξιμο στο Ίντερνετ.

Τις προάλλες που είχαμε βγει για πρώτη φορά μετά από αρκετό καιρό, η κουβέντα έφτασε στις κλασσικές σχολές (κορίου) και πιο συγκεκριμένα στο πώς πάει η ομάδα που έχουμε φτιάξει και μελετάμε υπό την καθοδήγηση ενός πολύ γνωστού ξένου δασκάλου –ο Κώστας δεν έχει ασχοληθεί καθόλου με τις σχολές αυτές, καίτοι έχει διαβάσει για το ότι υπάρχουν και αντιλαμβάνεται τη θέση τους στην εξέλιξη των ιαπωνικών πολεμικών τεχνών. Όλα πήγαιναν καλά, μέχρι τη στιγμή που του ανέφερα matter-of-factly, ότι αυτή τη στιγμή η ομάδα μας αποτελείται από οκτώ άτομα αλλά ότι ο αριθμός αυτός δε θα παραμείνει, προφανώς, ο ίδιος για πολύ καιρό. Παρεξηγώντας εντελώς την πρόθεσή μου, μου είπε κάτι σε στιλ «Ε, βέβαια, σιγά-σιγά θα πάρετε κι άλλους», για να του απαντήσω, «Όχι, το αντίθετο εννοώ –κάποια στιγμή ο δάσκαλος θα αρχίσει να διώχνει κόσμο».

Συχνά λέμε ότι κάποιος μένει με ανοιχτό το στόμα, όμως σπάνια συμβαίνει κυριολεκτικά –στην προκειμένη περίπτωση, συνέβη αυτό ακριβώς (ο Κώστας είναι αρκετά εκφραστικός από πλευράς μορφασμών). Και μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιγής, έσκασε η πρώτη ερώτηση: «Γιατί να διώξει; Εννοείς ότι κάποιοι θα τα παρατήσουν». «Όχι, εννοώ ότι κάποιους θα τους διώξει γιατί δεν τραβάνε ή δεν ασκούνται αρκετά ή δεν κάνουν για τη ρίου ή γιατί δε θέλει να τους διδάσκει πλέον –τέτοια πράγματα». «Μα, πώς;» –η αμηχανία ήταν ολοφάνερη– «Θέλω να πω, αφού ξεκίνησαν και συνεχίζουν να ασκούνται, είναι δικαίωμά τους να μείνουν στη σχολή. Δεν το καταλαβαίνω –και δε μου αρέσει καθόλου αυτή η λογική». Και πράγματι, δεν το καταλάβαινε. Και δεν είναι ο μόνος.

Το πρόβλημα του Κώστα –και αρκετών σαν αυτόν– είναι ότι (α) έχει μεγαλώσει σε ένα κοινωνικό σύστημα που διδάσκει ότι εις έκαστος είναι το κέντρο του σύμπαντος άρα έχει δικαιώματα επί παντός επιστητού, ιδιαίτερα αν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις που συνοδεύουν τα εκάστοτε δικαιώματα, και, (β) έχει μεγαλώσει (πολεμικοτεχνίτικα) σε ντότζο σύγχρονων μπούντο, τα οποία λειτουργούν κατά πολύ ως επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών. Ήτοι, από τη στιγμή που πληρώνω τη συνδρομή μου και έρχομαι τακτικά στο μάθημα, δικαιούμαι –και απαιτώ– τις καλύτερες δυνατές υπηρεσίες. Αν δε, δεν τις έχω, το φάουλ είναι αποκλειστικά από την πλευρά του ατόμου ή του φορέα που παρέχει τις υπηρεσίες, ήτοι του δασκάλου μου. Δεν έχει άδικο, αδέλφια. Όμως το πρόβλημα είναι ότι στις κορίου τα πράγματα λειτουργούν διαφορετικά.

Ο δάσκαλός μου δεν πληρώνεται για να διδάσκει. Δε θέλει να διδάσκει (το θεωρεί τερατωδώς μεγάλη υποχρέωση) και ήδη έχει βγάλει την επόμενη γενιά δασκάλων –συνεπώς έχει κάνει το χρέος του απέναντι στους δασκάλους του (οι οποίοι επίσης δεν πληρώθηκαν για να τον διδάξουν), στη σχολή και στις είκοσι γενιές νεκρών δασκάλων που προηγήθηκαν των δασκάλων του. Εντούτοις, και για κάποιον λόγο που μόνο αυτός γνωρίζει, καβαλάει ένα αεροπλάνο δύο φορές τον χρόνο, κάνει ένα ταξίδι περί τις 10.000 χιλιόμετρα και έρχεται στην Ελλάδα, για να διδάξει σε ένα γκρουπ οκτώ ατόμων, αυτά που έμαθε. Προφανώς του καλύπτουμε τα έξοδά του αλλά η σχέση μας δεν έχει πελατειακή διάσταση. Και ένας λόγος που δεν έχει, είναι ακριβώς για να μπορεί να διδάσκει όποιους, όπως και όποτε θέλει· αν αυτό σημαίνει ότι κάποια στιγμή θα διώξει κάποιους, so be it.

Οι κλασσικές σχολές δεν αποζητούν ευρεία αναγνώριση και δεν ψάχνουν για μαθητές –οι μαθητές τις βρίσκουν και αν μπορούν να γίνουν μέρος τους, έχει καλώς. Αν όχι, πάλι έχει καλώς. Σε ένα από τα πρώτα e-mail που ανταλλάξαμε με τον δάσκαλό μου για το συγκεκριμένο θέμα, η βασική του απαίτηση για τα άτομα που θα απαρτίζουν την ομάδα, ήταν ότι «[they should have] a consuming desire to learn these things», πάει να πει «θα πρέπει να έχουν έναν διακαή πόθο να μάθουν τα πράγματα αυτά». Καθώς οι σχολές αυτές προέρχονται από την εποχή που οι άνθρωποι σκοτώνονταν (στ’ αλήθεια, όχι στο σινεμά), λειτουργούν με βάση μια δαρβινική αντίληψη περί καταλληλότητας: αν σε καίει να μάθεις, θα κάνεις ό,τι χρειαστεί για να μάθεις και άρα θα χαρίσεις στη σχολή περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσει. Εσύ ούτως ή άλλως δε θα επιβιώσεις («no one here gets out alive», που έλεγε και ο μακαρίτης), αλλά το ζητούμενο είναι να επιβιώσει η σχολή η οποία είναι κάτι μεγαλύτερο από εσένα –και από εμένα και από τον καθένα.

Παρά τον χρόνο του στα ντότζο, ο Κώστας ακόμα βλέπει τα πράγματα ξεκινώντας από τον εαυτό του. Αν οι πολιτισμοί της Άπω Ανατολής (και οι πολεμικές τέχνες, ως κομμάτι τους) μπορούν να μας διδάξουν ένα πράγμα, αυτό είναι ότι ο εαυτός μας δεν είναι και τόσο σπέσιαλ όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Βεβαίως έχουμε δικαιώματα (κάποια) και βεβαίως έχουμε προσωπικότητα (κάποιοι) και βεβαίως καλά κάνουμε και διεκδικούμε αυτά που μας ανήκουν (κάποτε). Όμως καλό είναι να θυμόμαστε που και που ότι αφού καθένας μας είναι το κέντρο του σύμπαντος, δεν υπάρχουν δικαιώματα, δεν υπάρχει προσωπικότητα και δεν υπάρχουν διεκδικήσεις. Το μόνο που υπάρχει είναι η πραγματικότητα –μια πραγματικότητα που στο ντότζο αρχίζει με κάθε bow in και τελειώνει με κάθε bow out…

...για μια ακόμα φορά, πρόκειται για προσωπικές απόψεις και όχι για αυτές του σεμπάι...

Bu(ll)shido

Είναι εντυπωσιακό το πόσο μακριά μπορεί να πάει ένα πράγμα όταν βγει εκτός του πλαισίου αναφοράς του («out of context» που λένε και οι ξένοι), ειδικά μάλιστα αν συμβάλλει στο χτίσιμο φαντασιώσεων. Πάρτε για παράδειγμα το μπουσίντο (武士道), τον «δρόμο των σαμουράι» –στην πραγματικότητα σημαίνει «δρόμος των πολεμιστών» (μπούσι) και η γλωσσολογική διαφορά είναι μόνο ένα μέρος του προβλήματος ή, για την ακρίβεια της παρεξήγησης που ταλανίζει το συγκεκριμένο κόνσεπτ. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι (α) ζούμε κοντά δέκα χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ιαπωνία, (β) οι περισσότεροι την ξέρουμε μόνο από τον κινηματογράφο (και δη, από έναν πολύ συγκεκριμένο κινηματογράφο) και, (γ), επειδή είμαστε άνθρωποι, ερμηνεύουμε τα πάντα με βάση αυτά που ξέρουμε.

Ο λόγος που μου ήρθε στον νου το μπουσίντο, είναι επειδή με τον έναν τρόπο ή τον άλλον, αποτελεί ένα από τα κίνητρα για να ξεκινήσει κανείς να ασχολείται με τις πολεμικές τέχνες. Και δεν εννοώ μόνο τις ένοπλες (που, θεωρητικώς, βρίσκονται πιο κοντά στην κουλτούρα των πολεμιστών της φεουδαρχικής Ιαπωνίας). Ακόμα και σε σχολές άσχετων με το αντικείμενο τεχνών –με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το Καράτε, το οποίο δεν είναι καν ιαπωνικό από πλευράς καταγωγής– δεν είναι ασύνηθες να εμφανίζονται άνθρωποι που θέλουν να ξεκινήσουν να ασκούνται, υποκινούμενοι από τους θρύλους περί σαμουράι, ιπποσύνης, ευγένειας στη μάχη κ.λπ. Και το ερώτημα είναι, τι να πει κανείς σ’ αυτούς τους ανθρώπους;

Βεβαίως, το να θέλει κανείς να ασχοληθεί με μια πολεμική τέχνη προσβλέποντας στην πραγμάτωση κάποιων ιδανικών διά της ενασχόλησής του είναι ευγενής στόχος και επ’ ουδενί δεν πρέπει να αποθαρρύνεται –δε ζούμε δα και σε τόσο τέλειες κοινωνίες ώστε να μπορούμε να σνομπάρουμε κάποιον που θέλει να κάνει τον εαυτό του (και, γιατί όχι, τον κόσμο) καλύτερο. Αυτό όμως που προκαλεί κάποια θλίψη είναι ότι πολλοί άνθρωποι έχουν συνδέσει ορισμένα ιδανικά με συγκεκριμένες φαντασιώσεις· και αν κανείς αφαιρέσει τη φαντασίωση δε μένει τίποτα. Ας μην ξεχνάμε ότι μια άλλη λέξη για τη «φαντασίωση» είναι «ψέμα» –τι ποιότητα μπορεί να έχει ένα όραμα αν πατάει πάνω σε ένα ψέμα;

Κάποτε στην Ιαπωνία υπήρξαν πολεμιστές. Και οι πολεμιστές αυτοί ήταν όπως όλοι οι άλλοι πολεμιστές σε όλα τα άλλα μήκη και πλάτη της γης: απλοί άνθρωποι που καλούνταν να σκοτώσουν για τους γνωστούς λόγους, προσπαθώντας παράλληλα να μη σκοτωθούν. Όταν το κατάφερναν, μετέφεραν την εμπειρία τους στους συντοπίτες τους και κάπως έτσι γεννήθηκαν οι διάφορες σχολές μαχητικών παραδόσεων. Οι άνθρωποι εκείνοι δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο· δεν ήταν πιο γενναίοι από τους Βίκινγκς, πιο ικανοί από τους Άραβες που πολεμούσαν στις Σταυροφορίες (ή από τους ίδιους τους σταυροφόρους, εδώ που τα λέμε), πιο επινοητικοί από τους Ρωμαίους λεγεωνάριους ή πιο έμπειροι από τους Λακότα της Βόρειας Αμερικής ή τους Ζουλού του Σάκα. Όπως όλοι οι παραπάνω, ήταν καθημερινοί άνθρωποι που βίωσαν απάνθρωπες καταστάσεις και προσπάθησαν να τις αξιοποιήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Όταν κάποια στιγμή επικράτησε ειρήνη στην Ιαπωνία, οι οικογένειες των πολεμιστών άρχισαν να απολαμβάνουν σοβαρά ευεργετήματα για τη συμμετοχή τους στους πολέμους –υψηλότερα εισοδήματα, δημόσιες θέσεις, συμμετοχή στη διακυβέρνηση κ.λπ. Όμως στην Ιαπωνία, η ειρήνη αυτή κράτησε δυόμιση αιώνες· δυόμιση αιώνες που οι άνθρωποι δεν πολεμούσαν. Και, όπως πάντα συμβαίνει με τους ανθρώπους, όσο περισσότερο δεν πολεμούσαν, τόσο περισσότερο (α) έχαναν τα πολεμικά τους ένστικτα, και, (β) τόσο περισσότερο νοσταλγούσαν τις ένδοξες εποχές του παρελθόντος. Περιττό δε να προσθέσουμε ότι αυτοί που νοσταλγούσαν τους πολέμους ήταν αυτοί που δεν είχαν πολεμήσει· κανένας σώφρων άνθρωπος που είδε από κοντά τι σημαίνει πόλεμος δεν τον νοσταλγεί.

Η πατρότητα του όρου «μπουσίντο» είναι μάλλον ασαφής. Προφανώς οι μπούσι, οι πολεμιστές του ιαπωνικού μεσαίωνα είχαν κάποιες αρχές βάσει των οποίων ζούσαν τη ζωή τους (και πιθανότατα πολεμούσαν τους πολέμους τους), όλοι (λίγο-πολύ) ξέρουμε ότι το μπουσίντο είναι το κύριο θέμα του Χαγκακούρε του Γιαμαμότο Τσουνετόμο και κάποιοι έχουμε ακουστά ότι ο κομφουκιανιστής Γιαμάγκα Σόκο συνέβαλλε αποφασιστικά στην καθιέρωση του όρου. Αυτό που συχνά παραβλέπουμε, είναι ότι τόσο ο Γιαμαμότο, όσο και ο Γιαμάγκα γεννήθηκαν μετά τους πολέμους και στην ουσία δεν είχαν ιδέα για τι πράγμα μιλούσαν. Για τον Νιτόμπε Ινάζο και το Μπουσίντο του που γράφτηκε (α) στα Αγγλικά, και, (β) το 1900, ας μη μιλήσουμε καλύτερα –το πράγμα περιπλέκεται αφάνταστα.

Όμως το πρόβλημα είναι εδώ ακριβώς: ότι το πράγμα είναι αφάνταστα περίπλοκο. Δεν μπορεί κανείς να μιλήσει σοβαρά για το μπουσίντο (ή για οποιοδήποτε άλλο πολιτισμικό φαινόμενο) αν δεν αντιληφθεί το περιβάλλον μέσα στο οποίο το φαινόμενο αυτό γεννήθηκε και ωρίμασε. Πάει να πει, ότι για να αντιληφθούμε τι εστί μπουσίντο, χρειάζεται να διαβάσουμε πολλή ιαπωνική ιστορία –και όταν λέμε «πολλή», εννοούμε που να καλύπτει μια περίοδο περίπου οκτώ αιώνων και να λαμβάνει υπόψη πέρα από τη στρατιωτική ιστορία, την οικονομική, την πολιτική, την κοινωνική, την πολιτισμική κ.λπ. κ.λπ. Πόσοι το κάνουμε πριν αποφασίσουμε να υιοθετήσουμε μια έννοια από τον πολιτισμό αυτό;

Όπως έγραψα και παραπάνω, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, η όποια ιδέα έχουμε για τους σαμουράι, προέρχεται κατά κύριο λόγο από τη βιομηχανία της ψυχαγωγίας· τη δυτική και την ιαπωνική και στην προκειμένη περίπτωση η δεύτερη δεν είναι κατ’ ανάγκη πιο έγκυρη από την πρώτη (ο Μισίμα Γιούκιο ήταν Ιάπωνας αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να παρερμηνεύσει πλήρως τις ιδέες των σαμουράι και να επιδοθεί στο όργιο ανοησίας που συνόδευσε τον θάνατό του). Όπως συμβαίνει με όλα τα πράγματα, οι πολεμικές τέχνες είναι κάτι απλό και η ομορφιά τους βρίσκεται ακριβώς σ’ αυτή τους την απλότητά τους. Όταν τις επενδύουμε με σπουδαιοφανείς ιδέες τις οποίες στην πραγματικότητα δε γνωρίζουμε, δεν τις ωφελούμε, τις βλάπτουμε· αυτές και όσους θέλουν να τις πλησιάσουν…

...και πάλι, προσωπικές σκέψεις. Αν και συμφωνεί και ο σεμπάι...

Isn’t it romantic?

«Αισθητική στάση που (μεταξύ άλλων) χαρακτηρίζεται από την προβολή της κυριαρχίας του συγκινησιακού στοιχείου πάνω στο λογικό και της φαντασίας πάνω στην κριτική ανάλυση, από τον υπέρμετρο τονισμό του συναισθήματος, του υποκειμενισμού και του αυθορμητισμού και από την τάση φυγής στο ονειρικό, στο εξωτικό, στο παρελθόν και στην παράδοση»· αυτά λέει το Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας του Παπύρου (εξαιρετικό βιβλίο, παρεμπιπτόντως –από αυτά που δεν πρέπει να λείπουν από κανένα σπίτι) αν ανατρέξει κανείς στο λήμμα «ρομαντισμός». Καλός ορισμός, αν και η διατύπωση μαρτυρά μια ελαφρά προκατάληψη (αυτό το «τάση φυγής», παραπέμπει κάπως στο σύνδρομο του Πίτερ Παν, όχι;) ή έστω ένα κλείσιμο του ματιού προς τους πιο αφελείς ρομαντικούς.

Υπάρχουν και άλλοι; Και εν πάση περιπτώσει τι σχέση έχουν όλα αυτά με τις πολεμικές τέχνες –και δη καλοκαιριάτικα; Το Μπούντο Σίτι κατοικείται από σκληρούς άντρες (και γυναίκες βεβαίως, βεβαίως) και ο ρομαντισμός δε βοήθησε κανέναν που βρέθηκε αντιμέτωπος με δεκατέσσερις κακούς οπλισμένους με Ούζι στους δρόμους της άγριας πόλης. Όπως λέει και ο Μονκ, εκεί έξω είναι ζούγκλα και ο μόνος τρόπος επιβίωσης περνάει μέσα από καθημερινή εκπαίδευση κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Το λέει και η λέξη άλλωστε: «πολεμικές» –εκ του «πόλεμος», ήτοι αίμα, δάκρυα και ιδρώτας.

Εντελώς μεταξύ μας, τα πράγματα δεν είναι έτσι ακριβώς. Όσο και αν η ζωή μας έχει γίνει κάπως πιο ζόρικη από ό,τι ήταν πριν από 20-30 χρόνια, υπάρχουν σαφείς υπόνοιες ότι αρκετοί άνθρωποι επιβιώνουν χωρίς να έχουν ένα Γκλοκ κάτω από το μαξιλάρι τους. Υπάρχουν, ωστόσο, πολύ περισσότεροι άνθρωποι που έχουν την ανάγκη να πιστεύουν σε μια πιο αθώα θεώρηση των πραγμάτων· προφανώς επειδή μας έχει λείψει η αθωότητα της παιδικής μας ηλικίας. Και αυτή ακριβώς η αναζήτηση για την αθωότητα, είναι που φέρνει πολύ (τον περισσότερο;) κόσμο στα ντότζο –το ότι συνήθως είναι μεταμφιεσμένη σε κάτι άλλο μάλλον θα πρέπει να αποδοθεί στο πολυσύνθετο της ανθρώπινης ψυχής.

Σκεφτείτε το λιγάκι σε σχέση με τον ορισμό του λεξικού περί ρομαντισμού: συγκινησιακό στοιχείο και κυριαρχία του επί του λογικού, φαντασία αντί κριτικής ανάλυσης υπέρμετρος τονισμός του συναισθήματος, τάση φυγής στο εξωτικό, το παρελθόν και την παράδοση –όλα αυτά, δε φωνάζουν «σαμουράι» ή «μοναχοί Σαολίν»; Οι περισσότεροι εξ ημών δαπανούμε αρκετές ώρες κάθε εβδομάδα ντυμένοι με ρούχα που δεν έχουν καμία σχέση με το παρόν μας, μιλώντας (ή ψελλίζοντας) γλώσσες που δεν έχουν καμία σχέση με την καθημερινή μας και εκπαιδευόμενοι σε μεθόδους και συστήματα που γεννήθηκαν πριν από αιώνες και που στηρίζονται σε κοσμοθεωρίες και πολιτισμούς που απέχουν χιλιάδες χιλιόμετρα, προετοιμαζόμενοι να αντιμετωπίσουμε μια κατάσταση που δεν εμφανίζεται σχεδόν πότε και που όταν εμφανίζεται, είναι εντελώς διαφορετική. Αν αυτό δεν είναι κυριαρχία του συγκινησιακού στοιχείου επί του λογικού και υπέρμετρος συναισθηματισμός, τι είναι;

Ο άνθρωπος στις μέρες μας έχει ανάγκη να έρθει σε επαφή με μια διάσταση του εαυτού του που έχει ξεχάσει –τη διάσταση που άφησε πίσω του όταν τελείωσε το δημοτικό και μπήκε στο γυμνάσιο. Τότε που οι καλοί ήταν καλοί και κέρδιζαν πάντοτε στο τέλος, οι κακοί ήταν πολύ κακοί και –αναπόφευκτα– έχαναν, οι γονείς μας ήταν νέοι και χωρίς προβλήματα και ο βασικός μας προβληματισμός ήταν το πώς μας κοίταζε η συγκεκριμένη συμμαθήτρια (ναι, εκείνη) την ώρα των θρησκευτικών και το πώς δε θα μας σηκώσουν στον πίνακα για να λύσουμε την εξίσωση. Οι πολεμικές τέχνες μας προσφέρουν έναν δρόμο προς εκείνη την εποχή, αν και μέσω μιας κάπως περίπλοκης διαδρομής· φαίνεται ότι ο δρόμος για την Κυψέλη της δεκαετίας του ’70 περνάει από τη Σεκιγκαχάρα και στρίβει στα όρη Βουτάν.

Βεβαίως για να έχεις το κεφάλι στα σύννεφα, πρέπει τα πόδια σου να πατάνε καλά στη γη που έλεγε και ο άλλος. Πάει να πει, είναι καλό να έχουμε πάντα κατά νου ότι ο κόσμος είναι γεμάτος αληταράδες που ως κύριό τους μέλημα έχουν το πώς να εκμεταλλευθούν τον ρομαντισμό αυτόν. Η διαστρέβλωση του πολιτισμού της τιμής των σαμουράι της περιόδου Καμακούρα οδήγησε σε χιλιάδες κτηνωδίες στον Πόλεμο του Ειρηνικού και, σε μικρότερη κλίμακα, σχεδόν όλα τα ντότζο κρύβουν στα ντουλάπια τους μια συλλογή από σκελετούς σωματικής και πνευματικής κακοποίησης, απότοκο της παραποίησης ιδεών και εννοιών και της χρήσης τους για ικανοποίηση των ταπεινότερων ελατηρίων. Για να μη συζητήσουμε για τις αθώες παρεξηγήσεις που οφείλονται σε έλλειψη γνώσεων ή, πολύ συχνά, στον ίδιο αυτό ρομαντισμό που οδήγησε κι εμάς στα τατάμι και τα παρκέ –αθώες μεν, αλλά εξίσου ικανές να τσακίσουν την οποιαδήποτε δική μας αθωότητα (οξύμωρο, ε;)

Στη βάση τους, οι πολεμικές τέχνες έχουν μια συγκλονιστική απλότητα· δε θα μπορούσαν να μην την έχουν καθώς γεννήθηκαν από την ανάγκη για επιβίωση. Και αυτή η απλότητα, αν τη δει κανείς καθαρή από τις διάφορες επιστρώσεις που μπήκαν ανά τους αιώνες και που συνεχίζουν να μπαίνουν από εμάς τους ίδιους, είναι πολύ κοντά στην αθωότητα που πολλοί από εμάς αναζητούμε. Αν θέλουμε να θρέψουμε τον ρομαντισμό που μας οδήγησε στην πόρτα του ντότζο, θα πρέπει κατ’ αρχάς να τον αποδεχτούμε και κατά δεύτερο να αναγνωρίσουμε τη ρεαλιστική του βάση. Κατ’ αυτό τον τρόπο, δεν αδικούμε την ίδια την τέχνη, δεν αδικούμε τον εαυτό μας και δεν αδικούμε τις ώρες που περνάμε στο ντότζο και τον ιδρώτα που χύνουμε. Αν δε, υπάρχει μια ελπίδα να τη βγάλουμε καθαρή σε μια πραγματική συμπλοκή, μια τέτοια αποδοχή ίσως αποδειχθεί το μυστικό μας όπλο…

...ή έτσι λέει ο σεμπάι τουλάχιστον. Εγώ απλώς το μεταφέρω...

Δείγμα δωρεάν

Ο δάσκαλος έλειπε, οπότε ο σεμπάι είχε αναλάβει το –βαρετό– καθήκον της υποδοχής των επισκεπτών –για κάποιον λόγο, οι σχολές πολεμικών τεχνών, ακόμα και όταν έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν, θεωρούν ότι το να υπάρχει κάτι σαν μόνιμος ρεσεψιονίστ μειώνει την ουσία του μπούντο (από μια μεριά, βεβαίως, έχουν δίκιο, όμως δε βρισκόμαστε στην Ιαπωνία του 16ου αιώνα οπότε ίσως θα έπρεπε να το ξανασκεφτούν). Όπως και να ‘χει, στις καρέκλες των επισκεπτών κάθονταν δύο νεαροί οι οποίοι περίμεναν να τελειώσει η προπόνηση και να κάνουν τις ερωτήσεις τους σχετικά με τη ζωή, το ντότζο και τα πάντα.

Η προπόνηση τελείωσε, κάποιοι όδευσαν προς τα αποδυτήρια, κάποιοι άλλοι έμειναν να μελετήσουν λίγο μέχρι να αρχίσει το επόμενο μάθημα και ο σεμπάι πήγε προς το μέρος των νεαρών για να απαντήσει για μια ακόμα φορά στις γνωστές ερωτήσεις (πότε θα πάρω μαύρη ζώνη, πόσα θα πληρώνω τον μήνα, πόσο αποτελεσματικά είναι όλα αυτά κ.λπ.). Οι δύο νεαροί, ωστόσο, είχαν μια ακόμα ερώτηση την οποία πλέον κάνει αρκετός κόσμος: δίνει το ντότζο την επιλογή να κάνουμε κάποιο μάθημα δωρεάν για να πάρουμε μια ιδέα σχετικά με την τέχνη;

Η συγκεκριμένη ερώτηση κάνει τον σεμπάι (και αρκετούς ακόμα πολεμικοτεχνίτες) έξω φρενών –δεν πρόκειται περί εντυπώσεως · φαίνεται από τον τρόπο που απαντάει πάντοτε όταν τον ρωτούν. Και δικαίως, καθώς οι άνθρωποι που ρωτούν κάτι τέτοιο, δεν αντιλαμβάνονται πόσο ανόητη ακούγεται μια τέτοια απαίτηση στο πλαίσιο μιας πολεμικής τέχνης ή, εδώ που τα λέμε, οποιασδήποτε ενασχόλησης. Κρίνοντας από τα μούτρα που έφτιαξαν, οι δύο νεαροί περίμεναν ένα στεγνό «ναι» ή «όχι» αντί για το λογύδριο που υπέστησαν. Όμως η πραγματικότητα είναι αυτή ακριβώς και συνοψίζεται στη φράση «Τι ακριβώς περιμένεις να καταλάβεις μέσα σε μια ώρα;»

Δεν είναι μυστικό ότι οι κοινωνίες μας στηρίζονται στις εμπορικές σχέσεις. Και δεν είναι μυστικό ότι σχεδόν κάθε επιχείρηση, προκειμένου να προσελκύσει πελάτες, προσφέρει κάποιο δωρεάν δείγμα των προϊόντων ή των υπηρεσιών της, δίνοντας έτσι στον υποψήφιο πελάτη την ποιότητα αυτού που παρέχει. Το πρόβλημα στις πολεμικές τέχνες, ωστόσο, είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει δωρεάν δείγμα, καθώς αυτό που βλέπει κανείς την πρώτη του ώρα προπόνησης, δεν έχει την παραμικρή σχέση με (α) αυτό που θα δει π.χ. την χιλιοστή του ώρα προπόνησης, και, (β) με την ουσία της τέχνης.

Ας το δούμε πρακτικά: οποιαδήποτε ικανότητα, απαιτεί ένα μίνιμουμ αριθμό ωρών εξάσκησης προκειμένου να εγγραφεί στον νου και το σώμα του ενασχολούμενου. Αν πρόκειται για μια σχετικά απλή ικανότητα (όπως είναι για παράδειγμα η οδήγηση ενός οχήματος), αυτός ο μίνιμουμ αριθμός είναι 50 ώρες. Αν πρόκειται για κάτι πιο σύνθετο (νευροχειρουργική, ας πούμε –και μιλάμε εδώ μόνο για το δεξιοτεχνικό μέρος) ο μίνιμουμ αριθμός ανεβαίνει στις αρκετές εκατοντάδες ώρες. Και αν πρόκειται για ένα σύνολο σωματικών ικανοτήτων εφαρμοσμένων σε κάθε συνθήκη της καθημερινής ζωής –στην πραγματικότητα ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο κίνησης, στάσης, αναπνοής και αντίδρασης– όπως είναι μια πολεμική τέχνη, ο μίνιμουμ αριθμός ξεπερνάει, ίσως, τις χίλιες ώρες.

Αν στα παραπάνω, προσθέσουμε και μια σειρά από συμπληρωματικές γνώσεις που είτε συμβάλλουν στην εκμάθηση των συγκεκριμένων ικανοτήτων, είτε απλώς τις συνοδεύουν ως πολιτισμικές αποσκευές, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι προκειμένου να αποκτήσει κανείς μια εικόνα για το τι είναι μια πολεμική τέχνη και για το αν του ταιριάζει, θα πρέπει να δεσμευθεί απέναντι στον εαυτό του (και, προφανώς, απέναντι στο ντότζο, όμως η δέσμευση απέναντι στον εαυτό του είναι αυτή που πονάει περισσότερο) για ένα χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριών μηνών. Και όταν λέμε «τριών μηνών», δεν εννοούμε με ενασχόληση μιας ώρας την εβδομάδα αλλά με ενασχόληση τουλάχιστον δύο ωρών την ημέρα. Έτσι, για να βάζουμε τα πράγματα στη θέση τους.

Η πλειονότητα των ανθρώπων που εμφανίζονται στα ντότζο και ζητούν από τους υπεύθυνους δείγμα δωρεάν, δεν έχουν καθίσει ποτέ να σκεφτούν πόσο σύνθετο ζήτημα είναι μια πολεμική τέχνη, ούτε σε τι περιπέτεια βάζουν τον νου και το σώμα τους όταν αποφασίζουν να την ξεκινήσουν –όλα αυτά βεβαίως αφορούν τους ανθρώπους που δεν έχουν ασχοληθεί ξανά με τις πολεμικές τέχνες, έτσι; Όλοι ξέρουμε ότι κάποιος που έχει εμπειρία, μπορεί να αντιληφθεί πολύ πιο γρήγορα αρκετά στοιχεία μιας καινούριας τέχνης, ειδικά αν προέρχεται από την ίδια παράδοση με κάτι που έχει ήδη κάνει. Είτε αρέσει αυτό στους νεοεισερχόμενους στον χώρο, είτε όχι, οι πολεμικές τέχνες από πολλές απόψεις δεν είναι ακριβώς μια οποιαδήποτε υπηρεσία και μια οποιαδήποτε ενασχόληση.

Το πρώτο μας μάθημα σε μια ξένη γλώσσα, η πρώτη φορά που ανεβαίνουμε σε ένα ποδήλατο, η πρώτη φορά που κάνουμε σεξ ή η πρώτη εικόνα που αποκομίζουμε από μια ξένη χώρα μόλις προσγειωθούμε στο αεροδρόμιό της, δε μας λένε τίποτα για αυτό που θα επακολουθήσει. Το ίδιο ισχύει και στο μπούντο: αν έχουμε την απαίτηση η πολεμική τέχνη να μας δείξει κάτι από τον εαυτό της, αυτό δεν μπορεί να γίνει αν δεν είμαστε διατεθειμένοι να της δείξουμε κάτι και από τον δικό μας –αυτό απαιτεί η στοιχειώδης κοσμική δικαιοσύνη. Ο εγωκεντρικός πολιτισμός μας, μας έχει κάνει να φερόμαστε σαν όλοι να μας χρωστάνε, όμως η αλήθεια είναι ότι μέσα σε ένα ντότζο που σέβεται τον εαυτό του, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Το δωρεάν δείγμα δεν μας λέει τίποτα για την τέχνη· το να το ζητάμε, ωστόσο, ίσως μας λέει κάτι για τον εαυτό μας…

...ή έτσι λέει ο σεμπάι τουλάχιστον. Εγώ απλώς το μεταφέρω...

Semper Fi

Πολλά μπορεί να πει κανείς για τη χρήση της τηλεόρασης (της ελληνικής αλλά κατ’ επέκταση και οποιασδήποτε άλλης) ως μέσου εκπαίδευσης –πολλά, που σε γενικές γραμμές θα τα κόψει η λογοκρισία ακόμα και ενός φιλελεύθερου περιοδικού όπως αυτό που διαβάζετε. Είτε μας αρέσει, είτε όχι, η τηλεόραση είναι ψυχαγωγία και δη ψυχαγωγία για το ευρύ κοινό· και λέγοντας ευρύ, εννοούμε συνήθως τους ανθρώπους που συγκαταλέγονται στο χαμηλότερο τμήμα της κοινωνίας από πλευράς παιδείας, προβληματισμού, βάθους κ.λπ. Μπορεί από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, η τηλεόραση να αποτελεί μια από τις βασικές κοινές εμπειρίες των μελών των κοινωνιών μας, όμως το να τη θεωρήσει κανείς αξιόπιστη ως σημείο αναφοράς είναι, επιεικώς, παρακινδυνευμένο.

Παρ’ όλα αυτά, μερικές φορές είναι χρήσιμη –ειδικά αν ξέρει κανείς πού να σταματήσει. Πάρτε για παράδειγμα το ριάλιτι σόου-ντοκιμαντέρ «Human Weapon» του αμερικανικού καναλιού History Channel (ναι, ναι, είναι εταιρεία στην οποία συμμετέχει και η Disney, πάμε παρακάτω). Για όσους δεν την έχουν δει, το κόνσεπτ της εκπομπής είναι αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «πολεμικοτεχνίτικος τουρισμός»: δύο συμπαθείς κύριοι, γυρνούν ανά την υφήλιο και παρουσιάζουν (θεωρητικώς εκ των έσω) τις πολεμικές τέχνες/μαχητικά συστήματα της κάθε περιοχής ενώ με τη βοήθεια γραφικών μέσω υπολογιστή αποπειρώνται να δείξουν πώς λειτουργούν ορισμένες χαρακτηριστικές τεχνικές του συστήματος. Ως τώρα έχουν περάσει από την Ιαπωνία, την Κορέα, την Ταϊλάνδη, τις Φιλιππίνες, την Ελλάδα (!), τη Γαλλία, το Ισραήλ, τις Η.Π.Α., την Κίνα, τη Ρωσία, την Καμπότζη, τις Φιλιππίνες και τη Μαλαισία και υποπτεύομαι ότι στο μέλλον θα καλύψουν και άλλες –η μεγάλη απεργία των σεναριογράφων τον χειμώνα που πέρασε έφερε τούμπα το πρόγραμμα της αμερικανικής τηλεόρασης οπότε δεν είμαι σίγουρος για το μέλλον της εκπομπής.

Αυτά τα ολίγα γενικά. Το ειδικά που είχα κατά νου, και το οποίο άπτεται της συζήτησης περί «ρεαλισμού» στις πολεμικές τέχνες, σχετίζεται με το επεισόδιο της σειράς που είχε ως αντικείμενο το MCMAP, το πρόγραμμα πολεμικών τεχνών των Αμερικανών πεζοναυτών. Οι δύο παρουσιαστές πηγαίνουν στη βάση πεζοναυτών Κουάντικο στη Βιρτζίνια και περνούν μερικές ημέρες ασκούμενοι μαζί με τους πεζοναύτες, συμμετέχοντας στο πρόγραμμα μάχης εκ του συστάδην του συγκεκριμένου στρατιωτικού κλάδου. Όπως συνήθως συμβαίνει με τη σειρά, οι παρουσιαστές καταλήγουν να αναμετρηθούν με κάποιους από τους πραγματικούς ασκούμενους (και καλά, το χάιλαϊτ της κάθε εκπομπής)· παράλληλα, κατά τη διάρκεια της «εκπαίδευσής» τους μεταφέρουν τις απόψεις και το «άρωμα» της κάθε τέχνης.

Το έγραψα και παραπάνω: δεν πιστεύω ότι η τηλεόραση είναι σοβαρό μέσο ή, εν πάση περιπτώσει, δεν πιστεύω ότι μπορεί να λειτουργήσει σοβαρά ως επιχείρημα. Ωστόσο, θα πρότεινα το συγκεκριμένο επεισόδιο σε όλους εκείνους που απεραντολογούν περί λειτουργικότητας των πολεμικών τεχνών, περί ρεαλιστικής προπόνησης κ.λπ. Ασχέτως των όποιων διαφωνιών μπορεί να έχει κάθε σώφρων άνθρωπος με την πολιτική του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, οι άνθρωποι αυτοί πολεμούν τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο εδώ και διακόσια τόσα χρόνια. Έχουν πολεμήσει σχεδόν σε όλον τον κόσμο, χρησιμοποιώντας σχεδόν όλα τα όπλα που υπάρχουν και έχουν δημιουργήσει μια τεράστια δεξαμενή γνώσης σχετικά με τι «δουλεύει» και τι όχι. Παράλληλα (και αυτό είναι το σημαντικό), εκπαιδεύονται για να πολεμούν και η εκπαίδευσή τους αντικατοπτρίζει αυτήν ακριβώς την προοπτική.

Όπως είναι αναμενόμενο, το σύστημά τους, το οποίο συνεχίζει να εξελίσσεται, χρησιμοποιεί στοιχεία από δύο-τρία συστήματα καράτε, από ένα-δύο συστήματα πάλης και από διάφορα συστήματα μάχης με μικρά και/ή αυτοσχέδια όπλα –οι οπλολόγοι εξ υμών δεν πρόκειται να μάθουν κάτι το συναρπαστικό. Αυτό όμως που είναι συναρπαστικό, είναι η νοοτροπία εκπαίδευσης/εξάσκησης. Μη γελιόμαστε φίλες και φίλοι, κανείς μας δεν προπονείται έτσι· τουλάχιστον όχι για πολύ και σίγουρα όχι με τους ίδιους στόχους. Και είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι ο συνδυασμός ψυχολογικής πίεσης, σωματικής καταπόνησης και πολυπλοκότητας των συνθηκών συμπλοκής (στο μέτρο που προσομοιώνονται κατά την εκπαίδευση), θα έβγαζε εκτός, γκχμ, γκχμ, μάχης ακόμα και τους πιο προπονημένους εξ ημών.

Για τον γράφοντα, όλη η ουσία της συγκεκριμένης εκπομπής (σε σχέση με το θέμα του ρεαλισμού στις πολεμικές τέχνες) συνοψίζεται σε μια φράση ενός από τους εκπαιδευτές των πεζοναυτών, όταν απαντάει κάποια σχετική ερώτηση των παρουσιαστών: «Αν με βάλετε σε ένα ρινγκ με τον Ράντι Κουτίρ, πιθανότατα θα μου κόψει τον κώλο («he’ll probably kick my ass»). Αν όμως φέρετε τον Ράντι Κουτίρ να παλέψουμε στο δικό μου τερέν, είναι πολύ πιθανό να τον σκοτώσω» –βλέπει κανείς τη διαφορά; Ο ένας μιλάει για ξύλο και ο άλλος μιλάει για θάνατο. Χρειάζεται να φλυαρήσουμε πολύ ακόμα για το ποιος είναι ο πιο σκληρός mf από τους δύο;

Βεβαίως η πραγματικότητα είναι ό,τι επιλέγουμε να είναι. Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι ο Ράντι Κουτίρ δε θα πάει να πολεμήσει στην έρημο του Ιράκ και είμαι σχεδόν εξίσου βέβαιος ότι ο εκπαιδευτής των πεζοναυτών δε θα μπει ποτέ σε κλουβί. Τέλος, είμαι απολύτως βέβαιος ότι αναλόγως των περιστάσεων, και οι δύο μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους κάποιο βράδυ σε ένα μπαρ, απέναντι σε έναν μεθυσμένο που θέλει να αποδείξει πόσο σκληρός είναι. Στο μέτρο που καθένας από εμάς γνωρίζει την πραγματικότητά του, γνωρίζει και τι χρειάζεται να ξέρει για να μπορεί να περπατάει σίγουρος στον δρόμο. Το ζουμί της ιστορίας, παρ’ όλα αυτά, είναι άλλο: Ακόμα και σήμερα, υπάρχουν γύρω μας άνθρωποι που μαθαίνουν να σκοτώνουν (με τα χέρια τους ή με ότι βρεθεί σ’ αυτά) επειδή έτσι βγάζουν το ψωμί τους. Ας είμαστε λοιπόν κάπως φειδωλοί όταν συζητάμε (ή, ακόμα χειρότερα, όταν περηφανευόμαστε) για την άσκησή μας και για ποιον λόγο την κάνουμε…

...ή έτσι λεει ο σεμπάι τουλάχιστον. Εγώ απλώς το μεταφέρω...

Το Club

Μιλώντας με Αμερικανούς (και άλλους Αγγλοσάξονες) φίλους, έχω παρατηρήσει ότι πολύ συχνά –και πιθανότατα για λόγους, Θεέ μου σ'χώρα με πολιτικής ορθότητας– δεν αναφέρονται στις σχολές πολεμικών τεχνών ως «ντότζο» αλλά ως «κλαμπ» (επί το ελληνικότερον, «λέσχη»). Γλωσσολογικό το θέμα θα πουν κάποιοι και ανάξιο αναφοράς –εκτός αν έχεις κολλήσει στο σχετικό μάθημα στο πανεπιστήμιο και προσπαθείς να βγάλεις άκρη. Έλα όμως που το θέμα δεν είναι «απλώς» γλωσσολογικό αλλά, επειδή οι λέξεις έχουν μια αξία μεγαλύτερη από ό,τι θα θέλαμε (ή θα έπρεπε), προσδιορίζει ένα ευρύτερο πρόβλημα που μαστίζει τα περισσότερα ντότζο: πρόκειται για το θέμα του ντότζο ως χώρου κοινωνικής συναναστροφής και των πολεμικών τεχνών ως κοινωνικής δραστηριότητας. Νομίζετε ότι είναι ασύνηθες; Η δική μας εμπειρία λέει το ακριβώς αντίθετο.

Η ζωή μας στις σύγχρονες κοινωνίες είναι περίπλοκη, καθιστική και βαρετή. Χρειαζόμαστε λοιπόν κάποιες δραστηριότητες οι οποίες να είναι πιο απλές, να μας κάνουν να κινούμαστε και να μας δίνουν κάποιο ενδιαφέρον. Δεν είναι τυχαίο ότι τα λεγόμενα λάιφσταϊλ έντυπα σπάνια αφήνουν να περάσει τεύχος χωρίς να προωθήσουν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο ένα σύστημα εκγύμνασης (που καλύπτει το «καθιστικό» μέρος και ενίοτε και το «περίπλοκο») το οποίο να προσφέρει και κάποια επιπλέον οφέλη (αυτό καλύπτει το «βαρετό»). Με δεδομένη τη διείσδυση που έχουν τα εν λόγω έντυπα (και τα μίντια γενικότερα) στη διαμόρφωση της αντίληψης των ανθρώπων, χιλιάδες είναι εκείνοι που ανά την υφήλιο συνωθούνται σε γυμναστήρια, αθλητικούς συλλόγους, ντότζο, άσραμ σχολές χορού και λοιπές άλλες εξωτικές τοποθεσίες προκειμένου να κάνουν αυτό που πολύ γραφικά αποκαλούσαν οι κλασσικοί ποιητές της δεκαετίας του 1970, «shake yer booty».

Προφανώς δε θα κατακρίνουμε την τάση αυτή. Το να ασκείσαι είναι ωραίο πράγμα και όποιος δεν το κάνει, δεν ξέρει τι χάνει. Τα κύματα των ενδορφινών πλαταγίζουν στις βραχώδεις όχθες του μυαλού σου (αμάν, αμάν, αμάν), οι μυς σου αλλάζουν σχήμα, η αντοχή σου γίνεται καλύτερη, τα πολύπλοκα συστήματα που αποτελούν την ταπεινή σου ύπαρξη λειτουργούν αποτελεσματικότερα –αν μείνεις αρκετά ώστε να περάσεις από το άχαρο στάδιο του να κουράζεσαι μέσα στα πρώτα δεκατέσσερα δευτερόλεπτα και να μένεις πιασμένος για τις επόμενες δεκατέσσερις ώρες– και γενικώς όλα δείχνουν πιο χρωματιστά. Όλα τα παραπάνω ισχύουν και για τις περισσότερες πολεμικές τέχνες αφού μια από τις διαστάσεις τους είναι και αυτή της εκγύμνασης –όσοι μάλιστα βαριούνται θανάσιμα το να μετράνε επαναλήψεις ή λεπτά στον διάδρομο και το στεπ ισχυρίζονται ότι είναι και πολύ καλύτερη εκγύμναση από οποιαδήποτε άλλη.

Με δεδομένο ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το ότι οι παραπάνω δραστηριότητες εκτελούνται ομαδικά, σε χώρους που είθισται να αποκαλούνται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο «κλαμπ» και ότι πολύ συχνά η συμμετοχή στα «κλαμπ» αυτά εξελίσσεται σε κάτι πέρα από συμμετοχή σε κάποιο πρόγραμμα μυϊκής ενδυνάμωσης, αύξησης της αντοχής, βελτίωσης της φυσικής κατάστασης ή εκμάθησης τάνγκο. Οι ασκούμενοι κάνουν το «κλαμπ» κοινωνικό τους περιβάλλον, διαμορφώνουν εκεί φιλικές σχέσεις (ενίοτε και πολύ πέρα από φιλικές) και η ημέρα/ ώρα της άσκησης εξελίσσεται σε μια σημαντική στιγμή της ζωής τους.

Πού είναι το πρόβλημα; Στο ότι οι πολεμικές τέχνες έχουν και μια άλλη διάσταση πέραν της σωματικής εκγύμνασης και ο χαρακτηρισμός των χώρων εξάσκησης ως «κλαμπ» υποβαθμίζει τη διάσταση αυτή. Μια πολεμική τέχνη που σέβεται τον εαυτό της, δεν έχει στόχο να κάνει τον ασκούμενο σε αυτή να αισθανθεί πιο όμορφα· τουναντίον, έχει στόχο να τον κάνει να αισθανθεί πιο άσχημα. Και όταν λέμε «πιο άσχημα», εννοούμε μια ευρεία γκάμα συναισθημάτων που ξεκινάει από το ξεβόλεμα και –ενίοτε– φτάνει στον απόλυτο και ολοκληρωτικό τρόμο. Λαμβάνοντας υπόψη ότι όλες οι σοβαρές πολεμικές τέχνες κατάγονται από συστήματα εκπαίδευσης για πόλεμο, και θεωρώντας δεδομένο ότι ο πόλεμος παραείναι άγριο πράγμα για να τον αντιμετωπίσει κανείς με ελαφρά τη καρδία, οι πολεμικές τέχνες οφείλουν να φέρουν τον ασκούμενο σε δύσκολη θέση –αν δεν το κάνουν, δεν είναι ειλικρινείς ούτε προς τον εαυτό τους, ούτε προς τον ασκούμενο.

Συνεπώς μια σχολή πολεμικών τεχνών δεν είναι –ή έστω, δεν πρέπει να είναι– ούτε η βρετανική λέσχη στην οποία πίνεις κονιάκ και καπνίζεις πούρα δίπλα στο τζάκι, χαλαρώνοντας μετά από μια μέρα αποικιοκρατικών δολοπλοκιών στο Φόρειν Όφις, ούτε το τένις κλαμπ στα βόρεια προάστια όπου το τένις είναι το πρόσχημα για να γκομενίσεις πίνοντας παγωμένο καπουτσίνο μετά, ούτε κάποιο απρέ-σκι στην Αράχοβα. Είναι –ή έστω, πρέπει να είναι– ένας εργαστήριο περίπλοκων σωματικών και ψυχολογικών παιχνιδιών από το οποίο πιο συχνά φεύγεις προβληματισμένος παρά σε ευφορία. Προφανώς η σωματική ευφορία είναι αναπόφευκτη (οι ενδορφίνες που λέγαμε παραπάνω), όμως καλό είναι να συνοδεύεται από μια αίσθηση του τύπου «Καθαρή τη βγάλαμε και σήμερα –για να δούμε τι θα γίνει αύριο».

Μα ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον (είπε ο Αριστοτέλης πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια και επαναλαμβάνουμε όλοι μας έκτοτε). Βεβαίως και είναι –όμως αυτό δεν αναιρεί την πραγματικότητα της πολεμικής τέχνης ή των επιλογών (και αυτόχρονα των υποχωρήσεων) που κάνει κανείς όταν αποφασίζει να εμπλακεί μαζί της. Αντίθετα, θέτει ένα ενδιαφέρον ζήτημα σχετικά με το για ποια κοινωνικότητα μιλάει ο αρχαίος ημών και για το αν και κατά πόσον ανταποκρίνονται σε αυτή οι πάσης φύσεως «λέσχες» στις οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω. Όμως για (αυτή) την υγρασία, θα μιλήσουμε μια άλλη φορά…

...ή έτσι λεει ο σεμπάι τουλάχιστον. Εγώ απλώς το μεταφέρω...

Μαύρη ζώνη στη φούγκα

«Το σύστημα απονομής βαθμών στις πολεμικές τέχνες στην Ελλάδα, μοιάζει με το σύστημα μουσικής εκπαίδευσης», παραληρούσε ο σεμπάι τις προάλλες. «Για να πάρεις μαύρη ζώνη χρειάζεσαι όσο χρόνο χρειάζεσαι και για να πάρεις δίπλωμα σύνθεσης –και όπως και με το σύστημα μουσικής εκπαίδευσης, έτσι και το σύστημα των πολεμικών τεχνών είναι απολύτως παράλογο και ανόητο. Δε χρειάζεσαι δώδεκα χρόνια για να μάθεις αρμονία και αντίστιξη και δε χρειάζεσαι έξι χρόνια για να μάθεις να κάνεις πέντε τάι σαμπάκι και δεκαέξι τεχνικές. Βεβαίως, όπως και με το σύστημα μουσικής εκπαίδευσης, το σύστημα βαθμών στις πολεμικές τέχνες είναι στημένο έτσι που να εξυπηρετεί άλλους στόχους, ήτοι τη βιωσιμότητα (και ενίοτε την ευμάρεια) των σχολών».

Δεν έχει και άδικο. Πέρα από την εκμάθηση ενός μουσικού οργάνου, που απαιτεί βεβαίως πολυετή σπουδή τόσο λόγω του μεγέθους του ρεπερτορίου, όσο και λόγω της επιδεξιότητας του χειρισμού και της ανάγκης να συνδυάσει κανείς μια μεγάλη σειρά από ικανότητες, σωματικές και όχι μόνο, η μουσική εκπαίδευση ως προς τη θεωρία –για κάποιον δηλαδή που θα ήθελε να γίνει συνθέτης όταν μεγαλώσει– δεν έχει λόγο να διαρκεί δώδεκα χρόνια. Τουλάχιστον, δεν έχει λόγο που να βγάζει νόημα από μουσικής πλευράς –τα μουσικά πανεπιστήμια της αλλοδαπής καλύπτουν λίγο-πολύ την ίδια ύλη σε μια τετραετία και ας μη συζητήσουμε για ευρύτερο πολιτισμικό επίπεδο, έτσι;

Συνεχίζοντας την αναλογία (ή έστω, τραβώντας την κάπως από τα μαλλιά), στη λαγγεμένη ανατολή, η άνοδος στα βαθμολογικά κλιμάκια των πολεμικών τεχνών γίνεται με κάπως ταχύτερους ρυθμούς από ό,τι στην ημεδαπή. Οι ενασχολούμενοι με το αντικείμενο που έχουν απλώσει τις κεραίες τους στο Ίντερνετ ή που έχουν ταξιδέψει προς τα εκεί, έχουν συνειδητοποιήσει προς μεγάλη τους έκπληξη, ότι ο βαθμός του πρώτου νταν συνοδεύεται σχεδόν πάντοτε και από κάποιον όρο του τύπου «πρέπει ο ασκούμενος να έχει συμπληρώσει το 13ο έτος της ηλικίας του» ή ότι διατίθεται έναντι του ευτελούς ανταλλάγματος των 300 ωρών εξάσκησης (ή κάτι τέτοιο).

Ο αντίλογος (ή έστω, ένας αντίλογος) ορισμένων τόσο στην περίπτωση της μουσικής εκπαίδευσης και των σχολείων τύπου Τζούλιαρντ, όσο και στην περίπτωση της πολεμικοτεχνίτικης εκπαίδευσης και των σχολείων τύπου Κόντοκαν, είναι ότι «Ναι, αυτοί τα ξεπετάνε σε τέσσερα χρόνια αλλά η μελέτη τους δεν έχει καμία σχέση με τη δική μας» (θέση που οδηγεί στο έμμεσο συμπέρασμα ότι εκεί είναι καλύτερα από εδώ) ή, εναλλακτικά, ότι «Ναι, αυτό τα ξεπετάνε σε τέσσερα χρόνια αλλά το επίπεδό τους δεν έχει καμία σχέση με το δικό μας» (θέση που οδηγεί στο έμμεσο συμπέρασμα ότι εδώ είναι καλύτερα από εκεί). Είναι δε, πολύ αστείο, όταν ο ίδιος άνθρωπος εκθέτει και τις δύο απόψεις ταυτόχρονα (θέση που οδηγεί στο έμμεσο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος αυτός έχει μπερδέψει τους Τουπαμάρος με το πωστολένε της Μάρως).

Οι Αμερικανοί δεν είναι γονιδιακώς πιο ταλαντούχοι (ή λιγότερο ταλαντούχοι) από τους Έλληνες στο φαγκότο και οι Ιάπωνες δεν είναι γονιδιακώς πιο ταλαντούχοι (ή λιγότερο ταλαντούχοι) από τους Έλληνες στο κουσαριγκάμα. Σαφώς μέσα σε ένα οργανωμένο πλαίσιο μιας οργανωμένης κοινωνίας, ένα ίδρυμα που διδάσκει οτιδήποτε, μπορεί να απαιτήσει έντονους ρυθμούς μελέτης και σαφώς, ένας σπουδαστής που προέρχεται από το ίδιο οργανωμένο πλαίσιο (ή που αποφασίζει να ζήσει μέσα σε αυτό όταν πάει εκεί να σπουδάσει) θα συμμορφωθεί με τους ρυθμούς αυτούς. Όμως αυτό δε δικαιολογεί την τεράστια διαφορά φάσης για την απόκτηση μερικών νταν ή ενός διπλώματος σύνθεσης.

Τι τη δικαιολογεί; Ένα πλέγμα συνθηκών που ξεκινούν από την ανάγκη των σχολαρχών (μουσικής, πολεμικών τεχνών ή οτιδήποτε άλλο εδώ που τα λέμε), να επιβιώσουν και που φτάνουν στο ότι ορισμένα πράγματα οργανώθηκαν πριν από πενήντα ή εκατό χρόνια, για να καλύψουν τις ανάγκες της τότε κοινωνίας και τις δυνατότητες των τότε ανθρώπων. Αν σήμερα οι συνθήκες έχουν αλλάξει (και το ότι εξακολουθούμε να υπάρχουμε ως είδος, αποτελεί αψευδή μαρτυρία ότι οι συνθήκες έχουν αλλάξει), ίσως θα έπρεπε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε σοβαρά και την ανάγκη αλλαγής του συστήματος.

Για να μείνουμε στον χώρο των πολεμικών τεχνών και σε αυτά που ξέρουμε, υπάρχει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα τουλάχιστον μια σχολή που λειτουργεί με βάση την ειλικρινή και έντιμη αποδοχή του ιαπωνικού συστήματος. Οι ασκούμενοι εκεί, δίνουν εξετάσεις για πρώτο νταν (μαύρη ζώνη, whatever) σε δύο χρόνια, σε διεθνή επιτροπή αποτελούμενη από παγκοσμίου φήμης Ιάπωνες δασκάλους επτά και οκτώ νταν –και περνούν τις εξετάσεις τους με ποσοστό 95%. Μετά από έναν χρόνο, τα πρώτα νταν δίνουν αντίστοιχες εξετάσεις για δεύτερο και περνούν με ποσοστό 100% και μετά από δύο χρόνια, τα δεύτερα νταν δίνουν για τρίτο και περνούν επίσης με ποσοστό 100%. Τα νούμερα αυτά είναι πραγματικά και αντανακλούν πλήρως την μέχρι τούδε πραγματικότητα της εν λόγω σχολής.

Τι δείχνει το παραπάνω παράδειγμα; Ότι το σύστημα των «Γιαπωνέζων» μπορεί να λειτουργήσει παντού. Αυτό που χρειάζεται, είναι μια υπέρβαση τόσο από την πλευρά του εκάστοτε σχολάρχη (υπέρβαση που δε θα του κοστίσει κατ’ ανάγκη το μεροκάματό του, όσο και αν ο ίδιος δεν το πιστεύει –εξ ου και η υπέρβαση), όσο και από την πλευρά των μαθητών που οφείλουν να αντιμετωπίσουν αυτό που κάνουν έντιμα και ειλικρινά. Διότι, εδώ που τα λέμε, αν οι άνθρωποι που παίρνουν τη μαύρη ζώνη (ή το δίπλωμα σύνθεσης, καίτοι όπως είπαμε παραπάνω η αναλογία δεν είναι πλήρης) την αντιμετώπιζαν ψύχραιμα, ποιος σχολάρχης θα τολμούσε να τους ζητήσει δέκα χρόνια από τη ζωή τους (και το χρηματικό αντίστοιχο) για να τους τη δώσει; Όπως έλεγε και ο μακαρίτης ο Μπάροουζ, όσο φταίνε οι έμποροι ναρκωτικών που πουλάνε, άλλο τόσο φταίνε και οι χρήστες που ζητάνε…

...ή έτσι λεει ο σεμπάι τουλάχιστον. Εγώ απλώς το μεταφέρω...