Sunday, February 20, 2011

Η Αστική Τάξη Πάει στο Ντότζο

Είναι μάλλον κοινή γνώση ότι ο τρόπος ζωής μας έχει επηρεαστεί τα μέγιστα από την κοινωνική κινητικότητα του δέκατου έκτου-δέκατου έβδομου αιώνα. Και για την ακρίβεια από τη δημιουργία της αστικής τάξης και τη διάθεσή της να βελτιώσει τον τρόπο ζωής της και την παρουσία της μέσα στο κοινωνικό σύστημα. Δεν είναι περίεργο –κάποια στιγμή οι άνθρωποι των πόλεων συνειδητοποίησαν ότι αν και είχαν χρήματα που τους επέτρεπαν να αγοράσουν αγαθά, βρίσκονταν μια (ή περισσότερες) θέσεις της κοινωνικές κλίμακας πιο κάτω από κάποιους άλλους που απλώς είχαν γεννηθεί στην «σωστή» οικογένεια. Και σχεδόν σε όλες τις κοινωνίες, η «σωστή» οικογένεια είχε στην ιστορία της, κάποια ανάμιξη με το ευγενές επάγγελμα της οργανωμένης, θεσμοθετημένης και δικαιολογημένης μαζικής ανθρωποκτονίας. Ή για οικονομία της συζήτησης, με το επάγγελμα του πολέμου.

Τέτοιες οικογένειες υπάρχουν βεβαίως και στις μέρες μας, αν και τα μέλη τους απολαμβάνουν ελάχιστη κοινωνική καταξίωση, τουλάχιστον από την κοινωνία στο σύνολό της. Υπάρχουν πάντοτε εκείνοι που θεωρούν τις στολές γοητευτικές (περί ορέξεως κ.λπ.) καθώς και εκείνοι που βρίσκουν ελκυστική την προοπτική της άμεσης επαγγελματικής αποκατάστασης (σε τελική ανάλυση οι στρατιωτικές σχολές είναι οι μόνες που εγγυώνται εμπράκτως 100% απορρόφηση από την αγορά εργασίας), όμως σε γενικές γραμμές οι επαγγελματίες στρατιώτες έχουν εκτοπιστεί από τις υψηλές θέσεις εκτίμησης στην κοινωνική συνείδηση. Πιθανώς επειδή τα τελευταία 60 χρόνια, ελάχιστη παραγωγική εργασία προσφέρουν στην καθημερινότητά μας –ένας λόγος που έχαιραν μεγαλύτερου σεβασμού πριν από 40 ή 50 χρόνια ήταν επειδή πρόσφεραν στην κοινωνία κάτι σημαντικό. Δηλαδή πολεμούσαν.

Σήμερα όλοι μας είμαστε, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, αστοί. Ακόμα και εκείνοι εξ υμών που τυγχάνουν χειρώνακτες, διαθέτουν (χάρη στο συνδικαλιστικό κίνημα, στην ευρύτερη κοινωνική οργάνωση αλλά και στις φιλότιμες προσπάθειες των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων) αντίληψη αστού, ανησυχίες αστού, ιδεολογία αστού και φιλοδοξίες αστού. Αυτό που ο θείος Κάρολος αποκαλούσε «ταξική συνείδηση» έχει γίνει κάπως ασαφές, αναπόφευκτη συνέπεια –μεταξύ άλλων– του ότι η ίδια η ταξική διαστρωμάτωση πλέον γίνεται όχι βάσει επαγγέλματος αλλά βάσει οικονομικών απολαβών και του ότι η διόγκωση των πόλεών μας, μας έχει ομογενοποιήσει σχεδόν απόλυτα. Εν ολίγοις σύντροφοι, υπάρχει μια βάσιμη υποψία ότι η επανάσταση μάλλον δε θα γίνει την επόμενη Τετάρτη –όποιος θέλει, μπορεί να δει άνετα το ματς στην τηλεόραση.

Ποιος ο λόγος για την παραπάνω αδέξια απόπειρα κοινωνιολογικής ανάλυσης; Ότι καλόν θα ήτο να συμπεριλάβουμε στις ανησυχίες μας περί πολεμικών τεχνών το από πού ερχόμαστε, πού πηγαίνουμε, από πού έρχονται οι τέχνες με τις οποίες ασχολούμαστε και πού πηγαίνουν. Ίσως αυτό θα μας βοηθήσει να τις κατανοήσουμε καλύτερα και να αποκομίσουμε από αυτές αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε και αυτό που πραγματικά μπορούν να μας προσφέρουν. Και όταν λέω από πού ερχόμαστε και πού πηγαίνουμε, εννοώ πέραν του «προσωπικά» και το «κοινωνικά» –εκτός αν κάποιοι θεωρούν εαυτούς εκτός κοινωνίας ή ετοιμάζονται για κάποια πολύ ριζική αλλαγή του τρόπου ζωής τους (π.χ. να πάρουν τα βουνά, να γίνουν αγρότες κ.λπ.)

Οι πολεμικές τέχνες (ή τουλάχιστον η πλειονότητά τους) είναι εκφράσεις των κοινωνιών του παρελθόντος. Το ότι υπάρχουν μέχρι σήμερα σημαίνει ότι εξελίχθηκαν μέσα στους αιώνες, απορροφώντας (κάποια) στοιχεία από την εκάστοτε εποχή και κοινωνία και απορρίπτοντας (κάποια) στοιχεία από τις προηγούμενες. Δε πρόκειται για κάτι μοναδικό. Όλες οι εκφράσεις του πολιτισμού υφίστανται τέτοιες αλλαγές και –σε ιδανική μορφή– καταφέρνουν έτσι να διατηρήσουν την ουσία τους παρά τις τεράστιες διαφορές μεταξύ των κοινωνιών που τις γέννησαν π.χ. πριν από 500 χρόνια και των σημερινών. Οι άνθρωποι που παίζουν (ή που ακούν) τη μουσική του Μπαχ (ή του Μπάντι Χόλι) σήμερα δε ζουν όπως έζησαν εκείνοι στις αρχές του 18ου αιώνα (ή στη δεκαετία του '50), όμως αυτό δεν εμποδίζει ούτε τους μεν ούτε τους δε να την απολαύσουν.

Τα παραπάνω μας φέρνουν σε μια προέκταση του θέματος περί του οποίου απεραντολόγησε η στήλη τον προηγούμενο μήνα: αυτού της πολεμικής καταγωγής και αποτελεσματικότητας των πολεμικών τεχνών και του αν και κατά πόσον αυτό το κριτήριο είναι το μοναδικό προκειμένου κάποιος να επιλέξει να ασχοληθεί με τη μια ή την άλλη τέχνη. Και με κίνδυνο να επαναληφθούμε (ή να κατηγορηθούμε για εμμονές –λες και το κόλλημα με τον «πολεμική καταγωγή» ή με «τον δρόμο» δεν είναι εμμονή), η εξέλιξη των κοινωνιών μας γενικά αλλά και ημών των ιδίων προσωπικά, μάλλον θέτει υπό σοβαρή αμφισβήτηση το αν και κατά πόσον χρειαζόμαστε πραγματικά κάτι που γεννήθηκε στα πεδία των μαχών της Ιαπωνίας του δέκατου τέταρτου αιώνα. Σε τελική ανάλυση, αν οι τέχνες εξελίχθηκαν, μήπως πρέπει να εξελιχθούμε και εμείς;

Πέραν του πραγματικού λαογραφικού/ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος για μια ξένη κουλτούρα, του φολκλορισμού ή κάποιας ρομαντικής τάσης για ενασχόληση με κάτι «κρυφό», δεν υπάρχει κανένας πρακτικός λόγος να προτιμήσει κανείς να μάθει π.χ. το τέσεν-τζούτσου της Σινκάγκε Ρίου αντί π.χ. το τζόντο της Παν-Ιαπωνικής Ομοσπονδίας Κέντο. Οι πέντε αιώνες που χωρίζουν τις δύο τέχνες ελάχιστη διαφορά κάνουν για έναν αστό και αν το δει κανείς από ιδεολογικής/κοινωνιολογικής πλευράς οι άνθρωποι που διαμόρφωσαν το τζόντο της ΠΙ.Ο.Κ. είναι πολύ πιο κοντά μας και η ζωή τους πολύ πιο κοντινή στη δική μας. Το πραγματικό ερώτημα είναι αν οι άνθρωποι αυτοί έχουν μεταφέρει την ουσία του κλασσικού τζοτζούτσου (Σίντο Μούσο Ρίου) στο σύγχρονο τζόντο –και λαμβάνοντας υπόψη το ποιοι ήταν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι υποπτεύομαι ότι το έχουν πετύχει.

Στο μέτρο που η ζωή στις κοινωνίες μας, μας έχει κάνει να σκεφτόμαστε τα πάντα ως «προϊόντα» τα οποία συγκρίνουμε για να δούμε αν μας κάνουν, ίσως αξίζει τον κόπο να επεκτείνουμε την αντίληψη αυτή και στο κριτήριο με το οποίο επιλέγουμε με ποιά πολεμική τέχνη θα ασχοληθούμε. Η καταγωγή κάποιας τέχνης από τον πόλεμο δεν σημαίνει τίποτα για κανέναν άλλον, πέραν από τους ανθρώπους που ασχολούνται με τον πόλεμο –τον πραγματικό και όχι τους πάσης φύσεως «μεταφορικούς». Εκτός αν κάποιος πιστεύει ότι η λογομαχία με τον διευθυντή του πονάει το ίδιο με το να του καρφώσουν στα νεφρά μια ατσάλινη λεπίδα μήκους 70 εκατοστών...

...ή έτσι λεει ο σεμπάι τουλάχιστον. Εγώ απλώς το μεταφέρω...

Thursday, February 17, 2011

Φώναξε «όλεθρος» -και αμόλησε τα σκυλιά του πολέμου!

Λοιπόν τελικά κάποιος πρέπει να μου πει πού βρίσκεται αυτός ο δρόμος. Ξέρετε, αυτός που με το που τον πατήσεις τα πατζούρια κλείνουν, τα ρολά των μαγαζιών κατεβαίνουν, οι γυναίκες βάζουν μέσα τον παππού με τη μακριά γενειάδα, το πλατύγυρο καπέλο και το αναπηρικό καροτσάκι, ο αέρας κάνει εκείνες τις σφαιρικές θημωνιές να κυλάνε και κάποιος über-τσαμπουκάς με μακριά σκιά σου λέει με βραχνή φωνή «Ξένε, το νεκροταφείο μας είναι γεμάτο ξένους». Είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι υπάρχει διότι πώς αλλιώς να δικαιολογήσω ότι σχεδόν άπαντες οι ενασχολούμενοι με τις πολεμικές τέχνες ασχολούνται με το πώς θα «δουλέψει» η τέχνη τους στον εν λόγω δρόμο, ωσάν αυτό να ήτο το απόλυτο acid test που θα 'λεγε και ο μακαρίτης ο Τζέρι Γκαρσία. Τέλος πάντων, στο παρόν τεύχος, το πρόβλημά μας δεν είναι ο ίδιος ο δρόμος, όσο η βαθιά πεποίθηση πολλών ότι η τέχνη θα δουλέψει αν οι καταβολές της μπορούν να ανιχνευθούν στα πεδία της μάχης.

Εντάξει, όλοι ξέρουμε ότι οι πόλεις μας είναι πιο επικίνδυνες σήμερα από ό,τι ήταν κάποτε. Το αν η ερμηνεία γι αυτό είναι η αύξηση των χαμηλού εισοδήματος αλλοδαπών μεταναστών –θεωρία άκρως προσφιλής σε πολλούς, ιδιαίτερα σε εκείνους που αρέσκονται σε εύκολες απαντήσεις μεταξύ της Τατιάνας και του ποδοσφαίρου τους- στο ότι το lifestyle μας, μας κάνει νευρωτικούς και έτοιμους να βγάλουμε ο ένας το μάτι τ' αλλουνού επειδή δεν έχουμε τηλεόραση πλάσμα 49 ιντσών –θεωρία ελάχιστα προσφιλής, ιδιαίτερα στις τράπεζες και στους άλλους παίκτες γεωπολιτικών παιχνιδιών- ή κάποια άλλη, είναι θέμα των κοινωνιολόγων. Εμείς μπορούμε να αρκεστούμε στο ότι οι πιθανότητες να τρακάρει κανείς με κάποιο κακό μαντάτο στην Αθήνα (ή τη Θεσσαλονίκη ή όποια άλλη μεγάλη πόλη) σήμερα είναι περισσότερες από άλλοτε. Και αυτό ενδεχομένως αυξάνει την αναγκαιότητα των πολεμικών τεχνών να είναι αποτελεσματικές. Είναι;

Τα λεγόμενα γκεντάι μπούντο της Ιαπωνίας, αναπτύχθηκαν στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα σε συνθήκες πολύ πιο επικίνδυνες από την Αθήνα (ή τη Θεσσαλονίκη κ.λπ.) του 2005. Οι ιδρυτές των τεχνών αυτών και οι μαθητές τους αντιμετώπιζαν πολύ περισσότερες συμπλοκές στους δρόμους τους απ' ό,τι ο σημερινός Έλληνας αστός, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις –για να μην πούμε σχεδόν πάντα- οι τέχνες αυτές καθιερώθηκαν μέσω αγώνων που δεν είχαν καμία σχέση με αυτούς που ξέρουμε και αγαπάμε(;) Πλείστοι όσοι τζουντόκα της εποχής του Κάνο Τζίγκορο έχουν αναφέρει ότι όταν έφευγαν για αγώνες αποχαιρετούσαν τους δικούς τους σαν να επρόκειτο να φύγουν για τον πόλεμο. Μιλάμε για αγώνες χωρίς κατηγορίες βάρους, χωρίς χρόνο, χωρίς τηλεόραση, χωρίς σπόνσορες και –σχεδόν- χωρίς όρια. Όμως οι τέχνες αυτές δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις κάποιων περί αποτελεσματικότητας.

Αν πάμε στις τέχνες που η σχολή Ντρέγκερ αποκαλεί «κλασσικά μπούντο», δηλαδή αυτές που αναπτύχθηκαν στην περίοδο Έντο (1603-1868), τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα: εκεί μιλάμε για τέχνες που αναπτύχθηκαν σε μια περίοδο που οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν με σπαθιά στους δρόμους, που οι βεντέτες θεωρούνταν αποδεκτές από την κυβέρνηση (βλ. ιστορία των 47 ρονίν κ.α.) και που το να παίξεις σπαθιές με κάποιον θεωρείτο ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπίσεις την αστική μονοτονία. Οι περισσότεροι ιδρυτές των σχολών αυτών είχαν στο ενεργητικό τους άφθονες συμπλοκές –απλώς όχι συμπλοκές του πεδίου της μάχης. Όμως ούτε και αυτές ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των ίδιων κάποιων περί αποτελεσματικότητας.

Και έρχομαι τώρα εγώ –ο σεμπάι για την ακρίβεια, εγώ είπαμε ότι απλώς μεταφέρω- να ρωτήσω: αν τελικά το απόλυτο κριτήριο για μια πολεμική τέχνη είναι η αποτελεσματικότητά της στο πεδίο της μάχης, όπως ισχυρίζονται σιελορροώντας οι προαναφερθέντες κάποιοι γιατί (α) τόσο λίγοι ενδιαφέρονται να γίνουν καταδρομείς ακόμα και όταν υπηρετούν τη θητεία τους, (β) τόσοι πολλοί βάζουν βύσμα για να υπηρετήσουν με τον ηπιότερο δυνατό τρόπο, (γ) τόσο πολλοί θέλουν να πάρουν μαύρη ζώνη για να αρχίσουν να διδάσκουν και όχι να ασκούνται, (δ) τόσο πολλοί κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να πάρουν μια θέση στο δημόσιο; Όχι ότι τα ερωτήματα είναι μόνο αυτά –απλώς έτσι, για να αρχίσουμε.

Το site στρατολόγησης της γαλλικής Λεγεώνας των Ξένων στο Internet απαντάει στη διεύθυνση http://www.br-legion.com/ Αν κάποιος θέλει πραγματικά να γίνει αποτελεσματικός σε κάτι που έχει γεννηθεί στον πόλεμο, ας κάνει μια βόλτα: δωρεάν μαθήματα γαλλικών, ντύσιμο και τροφή επίσης δωρεάν για πέντε χρόνια, 1033 ευρώ τον μήνα, 45 μέρες άδεια τον χρόνο, γαλλική υπηκοότητα στο τέλος της πενταετίας, προοπτικές καριέρας (ούτως ειπείν) και από πόλεμο, όσο τραβάει η ψυχή του. Αν δε, μιλάμε για πραγματική δοκιμή της αποτελεσματικότητας της διδακτέας ύλης, οι ενδιαφερόμενοι δεν έχουν παρά να περιμένουν μερικούς μήνες –αν όχι εβδομάδες. Όλο και κάποιος φιλικός πόλεμος ή αστυνομική/ειρηνευτική δράση θα ξεσπάσει κάπου στην πλανήτη.

Με δεδομένο το πόσο λίγοι από αυτούς που ενδιαφέρονται για την «πολεμική αποτελεσματικότητα» της τέχνης τους και από αυτούς που χλευάζουν τις πολεμικές τέχνες που «δε γεννήθηκαν στο πεδίο της μάχης» πηγαίνουν όντως στη Λεγεώνα των Ξένων, δε μένει παρά να αναρωτηθούμε γιατί οι υπόλοιποι εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για την αποτελεσματικότητα αυτή. Σαφώς κάποιοι ζουν σε επικίνδυνες περιοχές και θέλουν να έχουν κάτι στα χέρια τους (ή να κάνουν κάτι με τα χέρια τους) όμως οι άλλοι; Μήπως (λέμε, μήπως) τελικά όλη η συζήτηση ξεκινάει από άλλες αφετηρίες; Η υπερβολική κατανάλωση κινηματογραφικών προϊόντων αμερικάνικης προέλευσης με πρωταγωνιστές διάφορους φουσκωτούς πολύ συχνά οδηγεί σε ηρωικές φαντασιώσεις –το ίδιο και η έλλειψη σεξ, παιδείας, χιούμορ, φαντασίας και εν γίνει προσανατολισμού, πολιτισμικού ή άλλου.

Μια πολεμική συμπλοκή είναι ένα άκρως χαοτικό φαινόμενο και οι παράμετροί της δεν μπορούν να χωρέσουν σε μια εκπαίδευση. Αυτό που μπορεί να χωρέσει σε μια εκπαίδευση, αν είναι κανείς διατεθειμένος να πληρώσει το τίμημα, είναι το κούρντισμα του σώματος (φυσικού και μη) κατά τέτοιον τρόπο που να μπορεί να λειτουργήσει σε χαοτικές συνθήκες με τον καλύτερο (έμφαση στο «καλύτερο») δυνατό (έμφαση στο «δυνατό») τρόπο. Και αυτό, συντρόφισσες και σύντροφοι συνασκούμενοι δε σημαίνει 100% αποτελεσματικότητα, ό,τι και αν λέει ο εκπαιδευτής μας (ή σας). Αν σήμαινε, οι επίλεκτες στρατιωτικές μονάδες ανά την υφήλιο (συμπεριλαμβανομένης και της Λεγεώνας των Ξένων) δε θα είχαν και αυτές τους εκατοντάδες/χιλιάδες νεκρούς τους.

...ή έτσι λέει ο σεμπάι τουλάχιστον. Εγώ απλώς το μεταφέρω...

Τι ξέρει μωρέ ο μαλάκας;

Ο δραματουργός και ποιητής της Ελισαβετιανής Αγγλίας Ουίλιαμ Κόνγκριβ (και όχι ο Κίπλινγκ –αλήθεια!) είχε πει στο έργο του Η Πενθούσα Νύφη (πράξη ΙΙΙ, σκηνή 2) ότι «ούτε η μανία της κόλασης μπορεί να συγκριθεί με τη μανία μιας περιφρονημένης γυναίκας». Προσωπικά, ανέκαθεν πίστευα ότι η συγκεκριμένη ατάκα (η οποία παρεμπιπτόντως ηχεί πολύ καλύτερα στα αγγλικά *) θα ήταν πιο ακριβής αν έλεγε «ούτε η μανία της κόλασης μπορεί να συγκριθεί με τη μανία μιας περιφρονημένης προκατάληψης» –και όχι μόνο επειδή η πρωτότυπη ατάκα είναι ελαφρώς σεξιστική. Κυρίως επειδή οι άνθρωποι είναι πράγματι διατεθειμένοι να σου βγάλουν τα μάτια τρίχα-τρίχα αν αποπειραθείς να θίξεις τις προκαταλήψεις τους, ιδιαίτερα αν στις προκαταλήψεις αυτές έχουν στηρίξει την ιδεολογία, την κοσμοθεωρία και τον τρόπο ζωής τους.

Αφορμή για το σημερινό παραλήρημα είναι μια συζήτηση που προέκυψε σχετικά με κάποιο κείμενο του Ντον Ντρέγκερ για τις σχολές ξιφασκίας της περιόδου Έντο (1603-1868) το οποίο μπορεί να βρει κανείς στον δεύτερο τόμο των Πολεμικών Τεχνών και Δρόμων της Ιαπωνίας, Κλασσικές Πολεμικές Τέχνες (λίαν συντόμως στα βιβλιοπωλεία τη περιοχής σας –ναι, περί εσωτερικής διαφήμισης πρόκειται). Στο εν λόγω κείμενο, ο θείος Ντον ξετινάζει ελαφρώς σχεδόν άπασες τις σχολές ξιφασκίας (και όχι μόνο) της εν λόγω περιόδου βάσει της λογικής ότι επειδή φτιάχτηκαν σε μια περίοδο ειρήνης, μετέφεραν το κύριο βάρος του ενδιαφέροντός τους από την μαχητική αποτελεσματικότητα στην προσωπική εξέλιξη. Πρόκειται για τη γνωστή συζήτηση περί «τζούτσου» εναντίον «ντο» την οποία ξεκίνησε ο Ντρέγκερ πριν από 30 και χρόνια και η οποία μαστίζει ακόμα και σήμερα όλον τον κόσμο των ιαπωνικών πολεμικών τεχνών –κυρίως τον κόσμο εκτός Ιαπωνίας, καθώς εντός το θέμα είναι μάλλον λυμένο.

Σε κάποια συζήτηση λοιπόν με φίλους ενασχολούμενους με κάποια από τις σχολές που αναφέρει ο Ντρέγκερ, ο σεμπάι ανέφερε το εν λόγω απόσπασμα, χωρίς (επαναλαμβάνω ΧΩΡΙΣ) να υπαινιχθεί το ελάχιστο για την αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης σχολής –και ο σεμπάι είναι της άποψης ότι ο Ντρέγκερ μάλλον το είχε παρακάνει με τον περί ου διαχωρισμό. Αυτό που είχε πολλή πλάκα (από μια μεριά, γιατί από την άλλη ήταν κάπως άβολο) ήταν η αντίδραση των φίλων, η οποία συνοψιζόταν στην έκφραση «Ώχου μωρέ με τον Ντρέγκερ! Τι ήξερε κι αυτός ο μαλάκας! Η δική μας σχολή είναι κάργα πολεμική». Όπως αντιλαμβάνεται ακόμα και ο πιο μετριοπαθής αναγνώστης, το συγκεκριμένο επιχείρημα έφερε μια κάποια θυμηδία στην ατμόσφαιρα –θυμηδία προκειμένου να αποφευχθεί η παγωμάρα, βεβαίως.

Ανεξάρτητα από το πόσο δέχεται κανείς την επιχειρηματολογία του Ντρέγκερ, και όπως έχουμε πει επανειλημμένως υπάρχουν άφθονοι αντίλογοι, ακόμα και μεταξύ των «μαθητών» του, υπάρχουν ορισμένα θέματα τα οποία είναι εγνωσμένης αξίας, πάει να πει (και το λέει, δεν πάει απλώς) δεν επιδέχονται αμφιβολιών όσο(;) κακοπροαίρετος και αν είναι κανείς. Ένα από αυτά, ακόμα και σε έναν χώρο τόσο νεφελώδη όπως αυτός των πολεμικών τεχνών είναι η κατάρτιση του Ντρέγκερ και ορισμένων (λίγων) άλλων ανθρώπων. Και, παρακαλώ, δεν αναφέρομαι στην καθαυτό εγκυρότητα των απόψεών του, ούτε στην ορθότητα των ερμηνειών του· μιλάω καθαρά για την κατάρτισή του. Για όσους δε, δεν έχουν διαβάσει ήδη τον πρώτο τόμο της προαναφερθείσας τριλογίας (από ό,τι ακούω υπάρχουν ακόμα δεκαεπτά άτομα που δεν το έχουν διαβάσει. Αύριο με τον κηδεμόνα τους!), παραθέτω αμέσως το σύντομο πολεμικοτεχνίτικο CV του από την εισαγωγή του βιβλίου.

«5ο νταν στο τζούντο από το Κόντοκαν, 7ο νταν στο ιάιντο και στο κέντο, 5ο νταν στο Τομίκι Αϊκίντο, 7ο νσταν κιόσι στο τζόντο της Ιαπωνικής Ομοσπονδίας Κέντο, 5ο νταν στο τζούκεντο, (πιθανότατα) μένκιο καϊντέν στο Σίντο Μούσο Ρίου, (πιθανότατα) κιόσι στο Τένσιν Σόντεν Κατόρι Σίντο Ρίου και (πιθανότατα) με κάποιους βαθμούς στο Σότοκαν και στο Κιόκουσινκαϊ. Επίσης, προπονητής στο Κόντοκαν (μεταξύ άλλων και του πρωταθλητή βαρέων βαρών του 1964, Ισάο Ινοκούμα) και κάτοχος αδειών διδασκαλίας για τα έξι από τα επτά επίσημα κάτα του τζούντο, συγγραφέας 23 βιβλίων, επτά μονογραφιών και αναρίθμητων άρθρων, μεταφραστής άλλων τριών βιβλίων του δασκάλου του στην Τένσιν Σόντεν Κατόρι Σίντο Ρίου (και σόκε της) Οτάκε Ριτσούκε, μέλος του Νίχον Κομπούντο Σικοκάι, της πιο έγκυρης οργάνωσης για τη μελέτη και τη διάσωση των κλασικών πολεμικών τεχνών της Ιαπωνίας, ιδρυτής της Διεθνούς Οπλολογικής Εταιρείας και συνιδρυτής της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Τζόντο και της Ερασιτεχνικής Ένωσης Τζούντο, πρόγονου της αμερικανικής ομοσπονδίας τζούντο».

Τι δηλοί ο μύθος; Ότι ο φίλος ξιφομάχος θεωρεί πολύ πιο φυσιολογικό να αμφισβητήσει τον Ντρέγκερ και τα τριάντα χρόνια που έκανε πολεμικές τέχνες στην Ιαπωνία (και έτσι όπως τις έκανε) παρά τον δάσκαλό του ο οποίος ασχολείται με το ξίφος δύο χρόνια και ο οποίος νομίζει ότι στην Ιαπωνία όλος ο κόσμος κυκλοφορεί ακόμα στους δρόμους με κιμονό, κοτσάκι τσονμάγκε και ντάισο στη μέση. Διότι, και εδώ είναι το κουμπί της Mme Alexis, αν αμφισβητήσει τον δάσκαλό του, αμφισβητεί την επιλογή του και κατά συνέπεια την προπόνησή του, τον σημερινό (και αυριανό) βαθμό του, την αυριανή άδεια διδασκαλίας του κ.ο.κ. Προκειμένου λοιπόν να βρεθεί στη δύσκολη θέση να αντικαταστήσει τη σέιζα με την οριζοντίωση σε κάποιον καναπέ ψυχοθεραπευτή και να αρχίσει να συζητάει, αντί για ξιφομαχίες, τα παιδικά του χρόνια, προτιμάει να απορρίψει συνολικά τον Ντρέγκερ και το έργο του. Εντάξει, αδέλφια, όμως έτσι δε βάφουμε αυγά ούτε εκτός εποχής.

Κανένας δάσκαλος (ούτε ο Ντρέγκερ) δεν είναι/ήταν άσφαλτος –άσφαλτος είναι εκείνο το μαύρο πράγμα που βάζουμε στους δρόμους. Όλοι μπορεί να κάνουμε λάθη, όλοι μπορεί να μη διαβάσουμε κάτι σωστά, όλοι μπορεί να μην καταλάβουμε κάτι καλά. Το σωστό, όταν το ανακαλύψουμε και το διασταυρώσουμε (δημοσιογραφική μεθοδολογία σχετικά εγγυημένης αποτελεσματικότητας) δεν ανατρέπει κατ' ανάγκη ό,τι ξέρουμε -συνήθως το κάνει καλύτερο και ισχυρότερο. Αν θεωρούμε ότι οι πολεμικές τέχνες είναι κάτι παραπάνω από απλό ξυλίκι και ποιος θα βγάλει το μάτι τ' αλλουνού με ξύλα, σίδερα κ.λπ. οι πάσης φύσεως προκαταλήψεις μας θα πρέπει να μπουν κάτω από το μικροσκόπιο και να εξεταστούν σε μεγέθυνση 1500Χ. Και επειδή ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το ποιες από τις πεποιθήσεις μας είναι προκαταλήψεις, ας το κάνουμε με όλες. Better safe than sorry...

...ή έτσι λέει ο σεμπάι τουλάχιστον. Εγώ απλώς το μεταφέρω...

* «Nor Hell a fury, like a woman scorn'd» -δεν είναι πράγματι καλύτερο;

Corpus Ludum: To Σώμα του Αθλήματος

Μια συμμαθήτρια (συνασκούμενη, συνάδελφος –πώς λέγεται αυτή που κάνει πολεμικές τέχνες στο ντότζο μαζί σου; Μονίμως το ίδιο πρόβλημα) μας είδε να καπνίζουμε μετά το μάθημα. «Καλά, καπνίζετε;» ρώτησε εμβρόντητη –λες και, εν έτει 2005, το πιο παράξενο θέαμα είναι να καπνίζει κάποιος. «Ναι», ήταν η απάντηση. «Μα, εσείς; Αθλητές άνθρωποι;» «Συγνώμη χρυσή μου» απάντησε ο σεμπάι, «αλλά δεν είμαι αθλητής –πολεμικές τέχνες κάνω. Σάμπως πρόκειται να πάμε τις κόντρες ποιος ανεβαίνει πιο γρήγορα τις σκάλες; Άμα θέλεις κόντρες, πάρε εσύ ένα σπαθί και πάρω κι εγώ άλλο ένα, να δούμε ποιος θα βγει ζωντανός». Επακολούθησε το σχετικό γέλιο και η συζήτηση εξετράπη στους αμερικανούς και στην αντικαπνιστική τους υστερία με κορώνες του τύπου «άμα θέλουν να μην καπνίζει ο κόσμος, ας κλείσουν τις καπνοβιομηχανίες στη Βιρτζίνια», όμως ο σεμπάι έθεσε, ως σεμπάι, ένα θέμα.

Πέραν της πλάκας, φίλες, φίλοι και συνασκούμενοι, δεν είμαστε πολεμιστές –τουλάχιστον όχι κυριολεκτικά. Προς το παρόν, αυτό που κάνουμε είναι να πηγαίνουμε σε τακτά χρονικά διαστήματα (και ενίοτε πολύ συχνά) σε κάποιο μέρος και να γυμναζόμαστε. Ναι, η δική μας εκγύμναση έχει πλάκα. Ναι, δεν είναι βαρετή όπως το να σπρώχνεις σίδερα που δεν πάνε και πουθενά ή το να φέρνεις βόλτες σε έναν στίβο. Ναι, φοράμε ωραία, ενίοτε κινηματογραφικά, ρούχα. Ναι, ενδέχεται κάποια στιγμή αν μπλεχτούμε σε κανέναν καυγά να τα καταφέρουμε και όχι μόνο να μη μαζέψουμε το ξύλο της αρκούδας (και άλλων ζώων) αλλά και να ρίξουμε καμία (και να σώσουμε τη γυναίκα της ζωής μας από τα νύχια των κακών και λοιπές κινηματογραφικές ανοησίες). Ναι, μετέχουμε της πολιτιστικής διεπαφής και κατανοούμε κουλτούρες μακρινές κι ονειρεμένες (τσκ, τσκ, τσκ!). Ναι, καθόμαστε μεγάλοι άνθρωποι και παίζουμε με τους πιτσιρικάδες Ναι, ναι, ναι. Ναι, σε όλα.

Όμως το σώμα μας δεν ξέρει ότι δεν είμαστε αθλητές. Δεν ξέρει αν η κούραση στην οποία το υποβάλλουμε είναι προϊόν της υστερίας μας να πάρουμε μετάλλιο (και, ίσως είναι σαφές ότι μιλάω για τις πολεμικές τέχνες –όπου υπάρχουν αγώνες, ό,τι λέω ισχύει ακόμα περισσότερο), να φωτογραφηθούμε αγκαλιά με τον Υπουργό Αθλητισμού και Πολιτισμού (απ' ό,τι ακούω, αυτά είναι, λέει, συγγενή), να ανέβουμε στο υψηλότερο σκαλί του βάθρου, να βγάλουμε πολλά λεφτά και να αποκτήσουμε φήμη, δόξα και άλλα τέτοια αφηρημένα και ασαφή ανταλλάγματα. Αυτό που ξέρει, είναι ότι οι σφυγμοί του ανεβοκατεβαίνουν με αστραπιαίους ρυθμούς, ότι ο ιδρώτας του τρέχει ποτάμι, ότι οι μυς του σφιγγο-ξεσφίγγουν διαρκώς, ότι τα μαλακά του μόρια δέχονται χτυπήματα, ότι οι αρθρώσεις του υφίστανται εντάσεις, ότι η αναπνοή του αλλάζει ρυθμό πιο γρήγορα και από τραγούδι των Dead Kennedys. Γιατί «του»; Επειδή το σώμα έχει μια οντότητα.

Βεβαίως μπορούμε να επιβληθούμε στην οντότητα αυτή (ο νους κινεί το σώμα που λέει και ο Τοχέι –εντάξει, κ. Εκδότα, διαφήμισα ένα βιβλίο μας) και βεβαίως μπορούμε να το κάνουμε σε σημείο που να υπερβούμε τα όριά μας, άνευ της βοήθειας της φαρμακευτικής χημείας, διότι είμεθα και ιδεολόγοι ημείς οι των πολεμικών τεχνών και δε θέλουμε αυτά τα χημικά των επαγγελματιών αθλητών, γι αυτό άλλωστε και καπνίζουμε, πίνουμε, τρώμε γουρουνηδόν κ.λπ. Όμως, προκειμένου να επιβληθούμε στην εν λόγω οντότητα (το σώμα μας), θα πρέπει να αρχίσουμε να αντιμετωπίζουμε ορισμένα πράγματα κάπως διαφορετικά. Σε αντίθετη περίπτωση, ενδέχεται να βρεθούμε να κυνηγάμε κάνα σπόνδυλο στις σκάλες, και που να τρέχεις να κυνηγάς σπονδύλους, δεν είναι και η εποχή τους.

Η έννοια «χόμπι» είναι μια ανοησία του δυτικού πολιτισμού. Το «κάνω καράτε (ή οτιδήποτε άλλο) για χόμπι» δε σημαίνει απολύτως τίποτα αν κάνω καράτε δύο ώρες την ημέρα πέντε ημέρες την εβδομάδα, μετά από μια κουραστική ημέρα δέκα ωρών δουλειάς. Ακόμα και αν η δουλειά είναι δουλειά γραφείου, το σώμα (και, κυρίως, το μυαλό) έχουν γίνει χυλός και θέλουν ξεκούραση, στοργίδα και φροντίδα, κάνα φαί και ύστερα βλέπουμε. Όταν αντ’ αυτών, του ρίχνουμε κατακούτελα και ένα διωράκι μπουνιδο-κλοτσηδο-στραγγαλισμούς μετά πτώσεων (και ουχί «μεταπτώσεων»), πάμε γυρεύοντας για προβλήματα. Ειδικά αν όλη μέρα στο γραφείο έχουμε καπνίσει καμιά 30αριά τσιγάρα, έχουμε πιει εννέα καφέδες (εσπρεσάκια –κάποιος λόγος υπάρχει που μπαίνει σε μικρό φλιτζάνι, αδέλφια) και έχουμε φάει κάποιο σκουπίδι από ταχυφαγείο πέριξ του εν λόγω γραφείου.

Οι πολεμικές τέχνες, όταν γίνονται με τόσο συγκινητική συνέπεια και ένταση, δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τα αθλήματα. Η καταπόνηση στο σώμα είναι ανάλογη και απαιτεί ανάλογη αντιμετώπιση. Οι επαγγελματίες αθλητές ζουν μέσα στα πλαίσια ενός σφιχτού προγράμματος το οποίο ορίζει πάσα λεπτομέρεια της ζωής τους με ευλάβεια νεοφώτιστου μοναχού. Ύπνος, φαγητό, ξεκούραση και προπόνηση είναι ελεγχόμενα από ανθρώπους που ξέρουν πολύ καλά τι τους γίνεται, ενώ πίσω τους υπάρχει ένα μικρό τιμ από γιατρούς, φυσιοθεραπευτές, ψυχολόγους, διαιτολόγους και άλλους «-λόγους» (στον λόγο μου!) που όχι μόνο φροντίζουν όλα να γίνονται όπως πρέπει αλλά και ξέρουν να αντιμετωπίσουν ό,τι χαριτωμενιά πάει στραβά.

Στον αντίποδα, εμείς υποβάλλουμε το σώμα μας σε ανάλογη ταλαιπωρία, δεν έχουμε όλους αυτούς τους ανθρώπους πίσω μας, ασκούμαστε (συχνά) βάσει προγραμμάτων αμφίβολης επιστημονικής τεκμηρίωσης (στα πιο πολλά ντότζο, οι διατάσεις γίνονται αντί για ζέσταμα –να ρωτήσουμε έναν γυμναστή να δούμε πόσο λογικό είναι αυτό;), δεν τηρούμε παρά απολύτως επιδερμικά τις βασικές αρχές φυσικής αγωγής και η μόνη μας δικαιολογία, προς τον εαυτό μας, προς τους οικείους μας όταν φρικάρουν ή προς τον γιατρό, όταν μας κοιτάζει με ύφος «που πα ρε Καραμήτρο;» είναι «Μα δεν είμαι αθλητής –χομπίστικα το κάνω». Και για κάποιον λόγο, η απάντηση αυτή καλύπτει τα πάντα.

Μήπως, λέω μήπως, πρέπει να το δούμε το πράγμα λίγο πιο οργανωμένα; ΟΚ, προφανώς δεν ισχυρίζομαι να αλλάξουμε όλοι lifestyle και να αρχίσουμε να ζούμε ως πρωταθλητές –ούτε μπορούμε και, προσωπικά μιλώντας, ούτε θα το ήθελα ακόμα και για όλα τα μετάλλια του κόσμου. Και βεβαίως δε λέω να σταματήσουμε τις πολεμικές τέχνες (χα!) Απλώς σκέφτομαι μήπως αρχίζαμε σιγά-σιγά να συμφιλιωνόμαστε με το σώμα μας και, αν είναι να το ξεσκίζουμε, τουλάχιστον να το κάνουμε όπως πρέπει. Οι πολεμικές τέχνες είναι πολύ ωραίο πράγμα για να στο κόψει ο γιατρός...

...ή έτσι λέει ο σεμπάι τουλάχιστον. Εγώ απλώς το μεταφέρω...

Welcome to New York - DUCK MOTHERF*****

Ένας καλός φίλος, ο οποίος διδάσκει πολεμικές τέχνες (για την ακρίβεια, μία πολεμική τέχνη –έχει βλέπετε εκείνη την πεπαλαιωμένη αντίληψη ότι αν κάνεις μόνο ένα πράγμα αντί για δέκα μπορεί κάποτε να μάθεις να το κάνεις καλά) επί τριάντα-πέντε συναπτά έτη απαντάει στην ερώτηση, «ποια είναι η απόλυτη πολεμική τέχνη» με τη φράση «ο πυρηνικός πόλεμος». Και αν το καλοσκεφτεί κανείς, μάλλον έχει δίκιο. Δεν είναι λιγότερο «πολεμική τέχνη» από ό,τι είναι, π.χ. το ιαπωνικό χοτζούτσου, οι ασκούμενοι στο οποίο μαθαίνουν, ακόμα και σήμερα, να ρίχνουν με εμπροσθογεμή μουσκέτα του 17ου αιώνα –είναι εκείνα τα τουφέκια-καραμούζες που έχει συνήθως ο Θείος Σκρουτζ. Και σαφώς είναι «απόλυτη» –είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο αντίπαλος που θα βρεθεί στο υπόκεντρο («ground zero» που λέγαμε και επί 9/11) μιας πυρηνικής έκρηξης, θα γίνει κυριολεκτικά σκόνη. Όχι, όπως λέμε «θα σε κάνω σκόνη», αλλά κανονική. Από αυτή που μαζεύουμε με τα ξεσκονόπανα.

Πάει να πει ότι αναζητούμε κάτι λιγότερο... απόλυτο. Πόσο λιγότερο; Όσο μας επιτρέπει (ή επιβάλλει) η παράνοιά μας. Βεβαίως οι εποχές μας είναι κάπως πιο άγριες από ό,τι ήταν, π.χ. προ 30ετίας, όμως, παραδόξως, τα ανήσυχα πνεύματα που αναζητούσαν και τότε την "απόλυτη" πολεμική τέχνη, ισχυρίζονταν ότι η εποχή (τους) ήταν κάπως πιο άγρια από ό,τι ήταν, π.χ. προ 30ετίας. Αν κάποιος κάνει μια αφαίρεση (2005 μείον 30, μείον 30) θα καταλήξει ότι υπάρχουν σήμερα άνθρωποι που ισχυρίζονται ότι η Ελλάδα του 2005 είναι κάπως πιο άγρια από ό,τι ήταν η Ελλάδα του 1945. Δηλαδή την εποχή του εμφυλίου –τότε που η μισή Ελλάδα πυροβολούσε την άλλη μισή, η δεύτερη μισή πυροβολούσε την πρώτη μισή και η τρίτη μισή (ναι, ξέρω) προσπαθούσε να κρυφτεί μπας και γλιτώσει από τις αδέσποτες. Όπως θα έλεγε και ο Σαίξπηρ, έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε.

Θα αποφύγω με ιδιαίτερη χάρη να εμπλακώ στο παιχνίδι της σύγκρισης μεταξύ πολεμικών τεχνών –όσο διασκεδαστικό και αν είναι. Υπάρχει ωστόσο μια διάστασή του εν λόγω παιχνιδιού που έχει ιδιαίτερο γούστο και την οποία ενδέχεται να μην έχουν παρατηρήσει πολλοί. Σκεφτείτε, χάριν συζητήσεως, την εικόνα που παρουσιάζει ένας άνθρωπος την πρώτη ημέρα που μπαίνει μέσα σε ένα ντότζο –οποιασδήποτε πολεμικής τέχνης. Είτε πρόκειται για κάποιον που έχει κάνει και κάποια άλλη πολεμική τέχνη στο παρελθόν είτε όχι (αλλά κυρίως αν δεν έχει κάνει), το βέβαιο είναι ότι αυτά που γνωρίζει και κυρίως ο τρόπος που κινείται, τον κάνουν επιεικώς εύκολο στόχο για οποιονδήποτε μαθητή του ντότζο που έχει από δύο χρόνια προπόνησης και παραπάνω στο ενεργητικό του. Οι κινήσεις του είναι προβλέψιμες, η ισορροπία και η στάση του ασταθείς, το βλέμμα του αβέβαιο.

Ας το πάμε ένα βήμα παραπέρα. Καθίστε μια μέρα για καφέ σε ένα κεντρικό και κατά προτίμηση πολυσύχναστο (αν το παραπάνω δεν είναι πλεονασμός) σημείο της πόλης. Φορέστε γυαλιά ηλίου για να μην καρφώνεστε και αρχίστε να παρατηρείτε συγκεκριμένα άτομα, από τη στιγμή που μπαίνουν στο οπτικό σας πεδίο, μέχρι τη στιγμή που βγαίνουν. Δείτε πώς κινούνται, πώς αποφεύγουν τους άλλους περαστικούς, πώς μετακινούν το βάρος τους τόσο ως προς τον κάθετο, όσο και ως προς τον οριζόντιο άξονα, πώς αυξομειώνουν την ταχύτητά τους κλπ. Αν τα αποτελέσματα δε σας φανούν αποκαρδιωτικά, μάλλον βρίσκεστε σε λάθος πόλη –ή στη σωστή πόλη· πείτε μου που είναι αυτή η πόλη, να έρθω κι εγώ.

Αυτό που θέλω να πω (και απλώς φλυαρώ για να γεμίσω τη σελίδα), είναι ότι η πλειονότητα των ανθρώπων μετά βίας έχει καταφέρει να κατακτήσει αυτό που το είδος παλεύει τα τελευταία 2.000.000 χρόνια (Homo Erectus που λένε;) Η συγκέντρωση και η εγρήγορση του νου και τα παράγωγά τους (σωματική ισορροπία, καλή αναπνοή, ταχεία ανταπόκριση στα ερεθίσματα κλπ) απουσιάζουν πλήρως, σε σημείο που πραγματικά διερωτάται κανείς γιατί οι άνθρωποι αυτοί δεν παθαίνουν διαρκώς ατυχήματα. Και η απάντηση είναι «Ποιος λέει ότι δεν παθαίνουν;» Τα νοσοκομεία και τα εξωτερικά ιατρεία είναι γεμάτα από μικρό-περιστατικά το ιστορικό των οποίων συνήθως ξεκινάει με τη φράση «Ήμουν αφηρημένος/η και...» Αν, δε, η συγκεκριμένη αντίληψη πραγμάτων βρεθεί πίσω από το τιμόνι ενός αυτοκινήτου, έχουμε και περιστατικά κάπως πιο... θεαματικά. Και βεβαίως εννοώ δυσάρεστα θεαματικά.

Το ερώτημα το οποίο μας οδηγεί στα περί απόλυτης πολεμικής τέχνης που έλεγα παραπάνω, είναι το εξής: όλοι εκείνοι οι οποίοι ρωτούν τον δάσκαλό τους (ή, για να είμαστε ακριβείς, τους αρχαιότερούς τους στο ντότζο) «Και τι θα γίνει αν ο άλλος μου ρίξει μια γροθιά Χ ή ένα λάκτισμα Ψ κ.λπ.», σε ποιον ακριβώς αναφέρονται; Πιστεύουν ειλικρινά ότι όλοι αυτοί οι ανισόρροποι, αφηρημένοι, αποπροσανατολισμένοι (κυριολεκτικώς και μεταφορικώς) και, εν τέλει, φοβισμένοι άνθρωποι που κυκλοφορούν στους δρόμους, κρύβουν μέσα τους έναν υπέρ-μαχητή, ο οποίος έχει από πέντε νταν σε δέκα διαφορετικές πολεμικές τέχνες τις οποίες και θα ενεργοποιήσει προκειμένου να τους επιτεθεί; Διότι, στατιστικά μιλώντας, και ειδικά σε μια χώρα στην οποία οποιοσδήποτε δεν μπορεί να αγοράσει ένα πυροβόλο όπλο με απλή επίδειξη της αστυνομικής του ταυτότητας, το πιο πιθανό που θα συμβεί σε μια τυχαία συμπλοκή μεταξύ κάποιου που κάνει σοβαρά μια πολεμική τέχνη και κάποιου τυχαίου προσώπου, είναι το τυχαίο πρόσωπο να καταλήξει κομμάτια (όχι σκόνη, όπως με τα πυρηνικά, αλλά κομμάτια).

Βεβαίως η λέξη κλειδί εδώ είναι το «σοβαρά». Πάει να πει, αρκετά χρόνια, με προσήλωση, αφοσίωση και συγκέντρωση και κοντά σε κάποιον δάσκαλο που ξέρει τι του γίνεται και με αντικείμενο μια πραγματική πολεμική τέχνη. Το ποια θα είναι η πολεμική τέχνη είναι, ίσως, δευτερεύουσας σημασίας -μπορεί μάλιστα να μην είναι καν πολεμική τέχνη αλλά μαχητικό άθλημα ή, κατά περίπτωση, και απλώς κάποιο άθλημα (δύναμης ή όχι). Αν δεν συζητάμε για αυτοσχέδιες χαριτωμενιές οι οποίες έχουν αποκλειστικό στόχο τα λεφτά, οι αρχές όλων των σωματικών μεθόδων πειθαρχίας είναι ίδιες σε εκνευριστικό βαθμό. Και αυτός είναι και ο λόγος που οποιαδήποτε τέχνη είναι, εν δυνάμει, απόλυτη. Αλλά είπαμε –για την υγρασία θα μιλήσουμε μια άλλη φορά...

...ή έτσι λέει ο σεμπάι τουλάχιστον. Εγώ απλώς το μεταφέρω...

Όταν λέμε πρώτο βήμα;

Το παραδέχομαι: καίτοι δεν είμαι ο πιο ένθερμος οπαδός της κινέζικης αντίληψης περί πολεμικών τεχνών, έχω απεριόριστο σεβασμό για τον Λάο Τσε, τον θεμελιωτή του Ταοϊσμού. Μολονότι είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν πρόκειται για ιστορικό πρόσωπο και ότι, ακόμα και αν ο ίδιος υπήρξε, το περιβόητο Ταό Τε Τσινγκ γράφτηκε από τους επιγόνους του, εξακολουθώ να τον θεωρώ κάτι σαν προστάτη άγιο και να τον ξαναδιαβάζω από καιρού εις καιρόν. Και δεν παύω να εκπλήσσομαι όταν βλέπω πόσο έχουν παρερμηνευθεί τα λόγια του, ειδικά όταν βγαίνουν εκτός περιεχομένου. Όχι ότι είναι και ο μόνος δηλαδή –είμαι σίγουρος ότι όλοι οι μεγάλοι φιλόσοφοι και οι θεμελιωτές κοσμοθεωριών πρέπει να κάθονται σε κάποιο συννεφάκι στον παράδεισο και να τραβάνε τα μαλλιά (ή τα γένια) τους βλέποντας τις παρερμηνείες των λεγομένων τους.

Μια από τις πιο συνηθισμένες ατάκες στα ντότζο (τα ελληνικά, αλλά υποπτεύομαι, και εκτός συνόρων) είναι το «ακόμα και ένα ταξίδι χιλίων βημάτων αρχίζει με το πρώτο βήμα», το οποίο είναι παραφθορά μιας φράσης από το Ταό Τε Τσινγκ. Βεβαίως ο Λάο Τσε μιλάει για χίλια λι, και ένα λι είναι περίπου μισό χιλιόμετρο, πάει να πει ότι το ταξίδι είναι περίπου Αθήνα-Θεσσαλονίκη, όμως το πρόβλημα δεν είναι εκεί. Το πρόβλημα είναι στο ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν ότι έκαναν τη μισή διαδρομή από την απόλυτη άγνοια ως την απόλυτη γνώση (μιας πολεμικής τέχνης και, κατ' επέκταση, οποιουδήποτε αντικειμένου) απλώς και μόνο επειδή ήρθαν στο ντότζο και πλήρωσαν τα 20 ευρώ της εγγραφής και τον πρώτο μήνα μαθημάτων.

Λυπάμαι που το λέω (και, πιστέψτε με, λυπάμαι όντως, καθώς το έμαθα με πολύ άγαρμπο τρόπο), αλλά υπάρχει το θέμα των υπολοίπων 999 βημάτων. Προφανώς, το να αποφασίσει κανείς να ξεκινήσει να ασχολείται με τις πολεμικές τέχνες είναι ένα σημαντικό βήμα –εξίσου σημαντικό με το να γραφτεί σε μια σχολή επαγγελματικής κατάρτισης, να μπει στο Πανεπιστήμιο ή να γεννήσει ένα παιδί. Όμως από εκεί, μέχρι του σημείου να τελειώσει τη σχολή, να πάρει πτυχίο Πανεπιστημίου ή να φτάσει το παιδί σε μια ηλικία, π.χ. 20 ετών, υπάρχει ένας πολύ, πολύ, πολύ (αλλά ΠΟΛΥ) μακρύς δρόμος. Και στη διάρκειά του θα υπάρξουν στιγμές λιποψυχίας, απογοήτευσης, ανίας, απόγνωσης, κούρασης, πόνου, θλίψης και όλων των άλλων εμποδίων που κάνουν τη ζωή μας κόλαση και μας προτρέπουν να τα παρατήσουμε.

Ο Λάο Τσε αναφέρει τη συγκεκριμένη φράση για να μας πει ότι τα μικρά γεννούν τα μεγάλα –και έχει δίκιο. Σε μια δεύτερη ανάγνωση, μας λέει ότι ο μικρόκοσμος και ο μακρόκοσμος αντανακλούν ο ένας τον άλλον –και έχει επίσης δίκιο. Αν θέλει κανείς να δει τα πράγματα λιγότερο με τα μάτια του φυσικού και προτιμήσει τα μάτια του μεταφυσικού (ή του ψυχολόγου, το ίδιο είναι), θέλει να μας πει ότι η λήψη μιας απόφασης καθορίζει μια σειρά από επιλογές και πιθανότητες και αποκλείει κάποιες άλλες (τελικά δεν την αποφεύγουμε τη φυσική) –και έχει, για μια ακόμα φορά δίκιο. Όμως σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζει την αυταρέσκεια με την οποία φορούν οι περισσότεροι μαθητές για πρώτη φορά τη φόρμα τους όταν έρχονται σε ένα ντότζο. Ούτε την, εξίσου ενοχλητική, υπεροψία με την οποία αντιμετωπίζουν τον κόσμο οι έγκυες γυναίκες.

«You ain't seen nothing yet», έλεγαν οι Buchman Turner Overdrive, ένα γκρουπ της δεκαετίας του '70 –και είμαι σίγουρος ότι θα το προσυπέγραφε και ο Λάο Τσε. Οι πολεμικές τέχνες, όπως και όλες οι τέχνες, όπως και όλα τα γνωστικά αντικείμενα, όπως και όλα τα ανθρώπινα εγχειρήματα, έχουν μια διαδρομή (εξ ου και μιλάμε για Ταό, Ντο, δρόμο ή Δρόμο κλπ). Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι είναι μόνο διαδρομή και δεν έχουν προορισμό –αλλά για την υγρασία θα μιλήσουμε μια άλλη φορά- όμως το βέβαιο είναι ότι έχουν διαδρομή. Βεβαίως το πρώτο βήμα μετράει, όμως αν δε γίνουν και τα υπόλοιπα, το μόνο που μας μένει είναι μια, μάλλον άχρηστη, φόρμα, ένα ξεχασμένο όνομα στα μητρώα ενός ντότζο, μερικά χαμένα ευρώ, ένα αίσθημα απογοήτευσης και μερικές δικαιολογίες προς τον εαυτό μας και προς τους άλλους.

Για να αποδίδουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, είναι το φταίξιμο μόνο των μαθητών; Σαφώς όχι! Ένα μερίδιο της ευθύνης πέφτει και στους δασκάλους των πολεμικών τεχνών οι οποίοι, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να συγκεντρώσουν μαθητές (κάπως πρέπει να ζήσουν κι αυτοί) τείνουν να παρουσιάσουν την τέχνη τους ως κάτι «εύκολο» ή κάτι που μπορεί να «κάνει ο καθένας», όμως η αλήθεια είναι ότι καμία τέχνη δεν είναι εύκολη και καμία απασχόληση δεν είναι για τον καθένα. Και όσο πιο νωρίς το κατανοήσουν αυτό οι φερέλπιδες νεοεισαγόμενοι στις πολεμικές τέχνες, τόσο καλύτερα -γι αυτούς, για τις πολεμικές τέχνες και για την κοινωνία που ζούμε. Το ξέρω ότι είναι δύσκολο να υπενθυμίζει κανείς στην εποχή της άμεσης ικανοποίησης, στην οποία όλα γίνονται με το «πάτημα ενός κουμπιού» ή σε «δέκα απλά μαθήματα» ότι μερικά (και στην ουσία όλα τα) πράγματα είναι ταξίδια ζωής, όμως η πραγματικότητα είναι αυτή.

Την επόμενη φορά, λοιπόν, που θα ακούσετε έναν καινούριο μαθητή να καυχιέται για το ότι έκανε την αρχή και «ξεκίνησε το μεγάλο του ταξίδι», ή την επόμενη φορά που θα βρεθείτε εσείς οι ίδιοι στη θέση αυτή, γίνετε λίγο κακοί και θυμίστε του (ή θυμηθείτε) την πραγματικότητα. Ότι, δυστυχώς, υπάρχουν και τα υπόλοιπα 999 βήματα και ότι, όσο πιο γρήγορα το συνειδητοποιήσουν, τόσο πιο εύκολα θα αντιμετωπίσουν τις πάσης φύσεως δυσκολίες του δρόμου που επέλεξαν να ταξιδέψουν. Ο λόγος που οι αρχαίοι (και οι... λιγότερο αρχαίοι) σοφοί είναι τόσο πρόσφοροι σε αποφθέγματα, είναι επειδή τα λόγια τους προέρχονταν από μια ολόκληρη ζωή αφιερωμένη στο ίδιο αυτό ταξίδι, στην αντιμετώπιση των ίδιων αυτών δυσκολιών και στην πάλη με τους ίδιους εχθρούς...

...ή έτσι λέει ο σεμπάι τουλάχιστον. Εγώ απλώς το μεταφέρω...