Wednesday, November 21, 2012

Η ζωή μιμείται την τέχνη


Εχθές το βράδυ, είδα στην τηλεόραση ένα ρεπορτάζ το οποίο με προβλημάτισε∙ ομολογώ ότι και τώρα που γράφω το κείμενο αυτό παραμένω προβληματισμένος και ο λόγος που γράφω είναι για να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά (ζητώ προκαταβολικά συγνώμη από τους αναγνώστες για το ότι γίνονται μάρτυρες αυτής της δημόσιας ψυχανάλυσης!) Το ρεπορτάζ είχε ως θέμα την Ουσάμι Ρίκα (宇佐美里香) την καρατέκα από το Τόκιο που αγωνίζεται στα κάτα στο παγκόσμιο πρωτάθλημα της World Karate Federation που γίνεται αυτές τις μέρες στο Παρίσι –η Ουσάμι είχε πάρει το χάλκινο μετάλλιο στο προηγούμενο πρωτάθλημα της WKF το 2010, την πρώτη θέση στο Παν-Ασιατικό Πρωτάθλημα το 2009 και επί τρία χρόνια (2009, 2010 και 2011) την πρώτη θέση στο Παν-Ιαπωνικό Πρωτάθλημα. Μ’ άλλα λόγια, είναι η ελπίδα της Ιαπωνίας στα κάτα γυναικών, εξ ου και η παρουσίασή της στις αθλητικές ειδήσεις τις παραμονές του παγκόσμιου πρωταθλήματος.

Είναι προφανές ότι με τις παραπάνω περγαμηνές, η 26χρονη Ουσάμι έχει πολύ καλές προδιαγραφές για να νικήσει∙ για τις περγαμηνές αυτές δε, ένα μέρος των ευσήμων θα πρέπει να αποδοθούν και στον υπεύθυνο για την προετοιμασία της και δάσκαλό  της, τον Ινόουε Γιοσίμι (井上慶身). Ο δάσκαλος Ινόουε θεωρείται θρύλος στο χώρο των προπονητών του καράτε στην Ιαπωνία έχοντας οδηγήσει στα ψηλότερα σκαλιά των ιαπωνικών και διεθνών βάθρων αθλητές όπως οι αδερφοί Χασεγκάουα, ο Αντόνιο Ντίαζ και η Νακαγιάμα Μίε και κατέχοντας σήμερα τον τίτλο του επικεφαλής προπονητή της Εθνικής Ομάδας Επιδείξεων Καράτε της Ιαπωνίας και του μέλους της τεχνικής επιτροπής της Ιαπωνικής Ομοσπονδίας Καράτε. Για την ιστορία, η καταγωγή του είναι από το Σίτο Ρίου –ήταν μαθητής του Χαγιάσι Τερούο (1924-2004) ο οποίος με τη σειρά του υπήρξε μαθητής του Μαμπούνι Κένουα (1889–1952), του δημιουργού της σχολής- και πλέον είναι επικεφαλής του δικού του «χα», με την ονομασία «Ινόουε-χα Σίτο Ρίου» (井上派糸東流).

Μετά τις… συστάσεις, ας επιστρέψουμε στο θέμα μας: μετά από μια αναδρομή στη μέχρι τώρα πορεία της Ουσάμι, το ρεπορτάζ έδωσε μια γεύση από την προετοιμασία της για το πρωτάθλημα του Παρισιού (περιλαμβάνοντας μάλιστα και λίγα λόγια από το δάσκαλο Ινόουε) και κάποια στιγμή ο δημοσιογράφος ρώτησε την κοπέλα αν υπήρχε κάποια ξεχωριστή τακτική που ακολουθούσε στην προπόνησή της πέραν της αφοσιωμένης και σκληρής δουλειάς – η φράση είναι «ισόου-κεν-μέι» («一生懸») δηλαδή «σαν να εξαρτάται η ζωή σου» και αποτελεί ένα από τα αγαπημένα κλισέ των ιαπώνων, αθλητών και μη. Και εκείνη απάντησε ότι ο δάσκαλός της, της έχει πει να παρακολουθεί «τζιντάι γκέκι» («時代劇») δηλαδή κινηματογραφικές ταινίες εποχής και να προσπαθεί να μιμείται το παίξιμο των ηθοποιών.


Όποιος έχει δει τζιντάι γκέκι  ίσως αρχίζει να καταλαβαίνει τον προβληματισμό μου: επηρεασμένα από τα κλασσικά είδη θεάτρου Καμπούκι και Νο τα έργα αυτά είναι υπόδειγμα στυλιζαρισμένου και αφύσικου παιξίματος –τουλάχιστον για τη δυτική αισθητική που έχει διαμορφωθεί από τη σχολή Στανισλάβσκι και τη «μέθοδο» του Λι Στράσμπεργκ και του Actors Studio. Ακόμα και οι ίδιοι οι ιάπωνες συχνά κοροϊδεύουν τις σχεδόν μηχανικές κινήσεις του σώματος, τα έντονα βλέμματα και τον στομφώδη τρόπο ομιλίας που αποτελούν χαρακτηριστικά των έργων αυτών, ενώ ο τρόπος που παρουσιάζονται οι πολεμικές τέχνες (κυρίως οι ένοπλες καθώς η θεματολογία τους περιλαμβάνει κατά 99% σαμουράι, ξιφομαχίες κ.λπ.) είναι τόσο περιχαρακωμένη σε κλισέ και σε υπερβολές που το σχόλιο  «Αυτό είναι καλό για τζιντάι γκέκι –όχι για το ντότζο» είναι αρκετά συνηθισμένο σε μαθήματα πολεμικών τεχνών όταν κάποιος μαθητής κινηθεί με υπερβολή.(Όσοι δεν έχουν δει τζιντάι γκέκι, ας σκεφτούν τις κακές ταινίες κουνγκ φου του Χονγκ Κονγκ της δεκαετίας του 1970).

Και παρόλα αυτά, ένας δάσκαλος/προπονητής –και δη ένας από τους καλύτερους στην Ιαπωνία- προτείνει στους μαθητές/αθλητές του να χρησιμοποιήσουν αυτό ως παράδειγμα προς μίμηση; Γιατί; Όσο και αν το σκέφτομαι δεν μπορώ παρά να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι το αγωνιστικό καράτε έχει γίνει τόσο πολύ προσανατολισμένο στην περφόρμανς που σιγά-σιγά μεταλλάσσεται σε κάτι ανάλογο με αυτό που στα ιαπωνικά αποκαλείται «τάτε» («殺陣») και στα αγγλικά «stage fighting», δηλαδή ένα είδος μίμησης πολεμικής τέχνης προσαρμοσμένο στις ανάγκες και επηρεασμένο από τις επιταγές του κινηματογράφου –όσοι παρακολουθούν τους τίτλους τέλους των ταινιών θα έχουν δει την αναφορά «martial artschoreography». Και παρότι ως ξεχωριστή τέχνη είναι όντως ενδιαφέρουσα, οι ερωτήσεις στις οποίες καλείται να απαντήσει είναι διαφορετικές από αυτές των πολεμικών τεχνών.

Το παραπάνω δεν είναι υπόθεση που προκύπτει μόνο από τα κάτα. Σε όσες επιδείξεις καράτε έχω δει στην Ιαπωνία τα τελευταία χρόνια, το τζιγιού κούμιτε, δηλαδή το ελεύθερο παίξιμο (συνήθως με έναν καρατέκα εναντίον δύο ή τριών για λόγους καλύτερης ροής) που ακολουθεί τις επιδείξεις κάτα, είναι εμφανώς σκηνοθετημένο και περιλαμβάνει σχεδόν πάντα αρκετές ρίψεις/ανατροπές (του τζούντο ή του αϊκίντο) και τουλάχιστον δύο ή τρία πολύ θεαματικά ιπτάμενα λακτίσματα. Ως θέαμα είναι εξόχως απολαυστικό (και ενίοτε ενδιαφέρον στρατηγικά) αλλά ο προσανατολισμός του στην περφόρμανς είναι πρόδηλος∙ το τζιγιού κούμιτε που γίνεται στο πλαίσιο της κανονικής προπόνησης είναι, βεβαίως, πολύ διαφορετικό και παραμένει αυτό που λέμε «sparring» με το βαθμό της επαφής να ποικίλλει αναλόγως του στιλ. 


Επιστρέφοντας στα κάτα, επειδή το συγκεκριμένο θέμα μου κίνησε την περιέργεια έψαξα να βρω εκτελέσεις κάτα από τον ίδιο τον Ινόουε Γιοσίμι και παρότι δε βρήκα, βρήκα ορισμένα εκτελεσμένα από το δάσκαλό του το Χαγιάσι Τερούο. Ίσως δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι δικές του εκτελέσεις δεν είχαν καμία σχέση με τις εκτελέσεις των μαθητών του Ινόουε –οι κινήσεις είναι πολύ πιο ρέουσες και πολύ πιο φυσικές. Όλο το κίμε που χρειάζεται για να είναι το κάτα ζωντανό ήταν παρόν, όμως σε καμία περίπτωση δεν εκφραζόταν τόσο υπερβολικά (ή… κινηματογραφικά) όσο στις περιπτώσεις της Ουσάμι ή του Ντίαζ, δηλαδή των κορυφαίων δύο μαθητών του Ινόουε. Επιπλέον, σε κάποια βίντεο που δείχνουν τον Ινόουε να διδάσκει, οι δικές του κινήσεις μοιάζουν πολύ πιο ήπιες και φυσικές από αυτές των μαθητών του όταν εκτελούν τα κάτα σε αγώνες∙ ωστόσο, αυτό το τελευταίο μπορεί και να μη σημαίνει πολλά πράγματα καθώς η προετοιμασία για αγώνες ενδέχεται να είναι διαφορετική.

Όπως έγραψα και στην αρχή, δεν μπορώ να πω ότι καταλαβαίνω ακριβώς το σκεπτικό μιας τέτοιας ερμηνείας των κάτα. Βεβαίως κάποιος θα μπορούσε να πει ότι η εμπειρία μου από το καράτε είναι πολύ μικρή και πολύ παλιά –και θα έχει δίκιο καθώς από τα τρία χρόνια που έκανα καράτε έχει περάσει πάνω από μια εικοσαετία και τα πράγματα με τα οποία ασχολήθηκα στα χρόνια που ακολούθησαν είναι εντελώς διαφορετικά. Παρόλα αυτά, οι πολεμικές τέχνες είναι πολεμικές τέχνες και οι βασικές τους αρχές είναι οι ίδιες γιατί δεν μπορούν να είναι διαφορετικές: μια κίνηση είναι φυσική ή δεν είναι είτε μιλάμε για άοπλες τέχνες, είτε για ένοπλες και μια κίνηση που μιμείται τη χορογραφία των ιαπωνικών ταινιών εποχής σχεδόν ποτέ δεν είναι φυσική γιατί δεν προσπαθεί να είναι.

Βλέποντας ωστόσο το αποτέλεσμα στους μαθητές/αθλητές του Ινόουε και βλέποντας τις διακρίσεις τους, φαίνεται ότι τελικά αυτή η θεατρικά υπερβολική και αφύσικη κίνηση αποδίδει –ήτοι ανταποκρίνεται στα κριτήρια των κριτών των αγώνων. Και αυτό, τουλάχιστον για μένα, σημαίνει ότι το καράτε έχει μεταμορφωθεί σε κάτι διαφορετικό από αυτό που είχα αντιληφθεί όταν έβλεπα τους μεγάλους δασκάλους των δεκαετιών 1960 -1970 (Νακαγιάμα, Καναζάουα, Ενοέντα κ.λπ.) να εκτελούν τα ίδια κάτα∙ το αν αυτή η εξέλιξη ωφελεί ή όχι το καράτε είναι μια συζήτηση την οποία δεν αισθάνομαι αρμόδιος να κάνω καθώς η εμπλοκή μου με τη συγκεκριμένη τέχνη είναι, όπως είπα και παραπάνω, επιεικώς μικρή. Ακριβώς δε γι αυτό το λόγο, επιφυλάσσομαι ότι πίσω από όλα αυτά κρύβεται κάτι που δεν μπορώ να αντιληφθώ –και με δεδομένο ότι μιλάμε για δασκάλους οκτώ νταν και παγκόσμιους πρωταθλητές, η πιθανότητα αυτή κάθε άλλο παρά μικρή είναι!

ΥΓ
Τη στιγμή που ανεβάζω αυτό το κείμενο, το σάιτ της WKF δείχνει ότι τόσο η Ουσάμι, όσο και ο Ντίαζ έχουν πάει στον τελικό των κάτα γυναικών και ανδρών αντίστοιχα. Εντελώς συμπτωματικά, υποθέτω, απέναντί τους έχουν και οι δύο γάλλους καρατέκα…

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: Τελικά πήραν και οι δύο την πρώτη θέση (βλ. και τη σχετική κατάταξη στο σάιτ της WKF)

ΥΓ2
Ζητώ συγνώμη για την ποιότητα των φωτογραφιών –είναι τραβηγμένες από τον υπολογιστή καθώς, όπως έγραψα στην αρχή, το πρωτάθλημα της WKF γίνεται στο Παρίσι.

Friday, November 16, 2012

Συμβατικά μιλώντας


Στο ντότζο της Τόντα-χα Μπούκο Ρίου στο Τόκιο, μια από τους συνασκούμενούς  μου είναι μια 50χρονη εκπαιδεύτρια αϊκίντο από την Καναγκάουα. Η συγκεκριμένη κυρία εξασκείται επί 12 χρόνια στο αϊκίντο του Αϊκικάι και σήμερα είναι τέταρτο νταν, ενώ πιο πριν έκανε αρκετά χρόνια αϊκίντο του στιλ του Νίσιο Σότζι –δεν ξέρω πόσα, ξέρω όμως ότι εκεί έχει πέμπτο νταν οπότε υποπτεύομαι ότι η ενασχόλησή της δεν μπορεί να είναι μικρότερη από άλλα 12-15 χρόνια. Ξέρω επίσης ότι ο «προσωπικός» της σίχαν, δηλαδή ο δάσκαλος που εποπτεύει το ντότζο της και τα μαθήματα του οποίου βασικά παρακολουθεί στο Αϊκικάι Χόνμπου, είναι έβδομο νταν (μου διαφεύγει το όνομά του αλλά δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία), ότι εκτός από τη Μπούκο Ρίου έχει μελετήσει για μερικά χρόνια Τένσιν Σόντεν Κατόρι Σίντο Ρίου και ότι αυτή τη στιγμή μελετάει παράλληλα και τζόντο της Σίντο Μούσο Ρίου.

Γράφω τα παραπάνω για να εξηγήσω ότι πρόκειται για άνθρωπο με αρκετή σχέση με τις πολεμικές τέχνες, γεγονός που κάνει ακόμα πιο περίεργο αυτό που συνέβη τις προάλλες, όταν μου ζήτησε να τη βοηθήσω σε κάτι που την προβληματίζει σε σχέση με το αϊκίντο: όπως φαίνεται, κατά τη διάρκεια της εξέτασης κάποιου μαθητή της για το πρώτο νταν, ανέκυψε ένα θέμα τεχνικών που μπορούν να ξεκινήσουν από την επίθεση «ουσίρο-κούμπι-σίμε» –για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την ορολογία του αϊκίντο, στη συγκεκριμένη επίθεση, ο ούκε πιάνει τον νάγκε/τόρι από πίσω, τυλίγοντας με το ένα χέρι το λαιμό του νάγκε (ο λαιμός του νάγκε βρίσκεται στην κοιλότητα του αγκώνα του ούκε) και με το άλλο του χέρι, το ένα από τα δύο χέρια του νάγκε.

Η συγκεκριμένη επίθεση θεωρείται κάπως προχωρημένη στο αϊκίντο, πιθανώς επειδή το κεφαλοκλείδωμα που περιλαμβάνει μπορεί να προκαλέσει ατυχήματα: αν ο ούκε κλείσει πολύ τον αγκώνα του, ο νάγκε κινδυνεύει από στραγγαλισμό, αν ο νάγκε κινηθεί πολύ άγαρμπα κινδυνεύει να εξαρθρώσει ο ίδιος τον αυχένα του, ενώ αν ο ούκε πλησιάσει πολύ το πρόσωπό του στο πίσω μέρος του κεφαλιού του νάγκε, αν αυτός κινηθεί απότομα προς τα πίσω, ενδέχεται ο ούκε να καταλήξει με σπασμένη μύτη ή δόντια. Παρόλα αυτά, παραμένει μια από επιθέσεις του ρεπερτορίου της τέχνης, οπότε ένας αϊκιντόκα διδάσκεται πώς να εκκινεί τεχνικές από αυτή.

Η δοκιμή για την οποία ζήτησε τη βοήθειά μου ήταν απλή: μου έκανε επιθέσεις ουσίρο-κούμπι-σίμε και μου ζητούσε να αντιδράσω κάπως και το αντίθετο –εγώ έπαιρνα το ρόλο του ούκε και αυτή το ρόλο του νάγκε, όπως συνηθίζεται στο αϊκίντο. Ωστόσο, σχεδόν κανένα αποτέλεσμα από όσα δοκιμάσαμε δεν την ικανοποίησε καθώς στις μεν περιπτώσεις που έκανε εκείνη την επίθεση, οι αντιδράσεις μου «δεν ήταν αϊκίντο» ενώ στις περιπτώσεις που έκανα εγώ την επίθεση, οι τεχνικές της ήταν γεμάτες ανοίγματα που τα επεσήμαινα. Προκειμένου να γίνει κατανοητή η συνέχεια του κειμένου, πρέπει εδώ να προσθέσω ένα σημαντικό στοιχείο αυτής της μικρής πρακτικής… έρευνας: οι επιθέσεις ήταν όλες στατικές, ήτοι ο νάγκε περίμενε τον ούκε να τον πιάσει και στη συνέχεια εκκινούσε την τεχνική του.

Να γίνω σαφής: σε καμία περίπτωση δε θέλω να υπονοήσω ότι το αϊκίντο μου είναι τόσο καλό που μπορεί να φέρει σε δύσκολη θέση ένα τέταρτο νταν! Ωστόσο, και παρότι είμαι σαφέστατα πιο δυνατός από τη, συμπαθέστατη κατά τα άλλα, συνασκούμενή μου, πραγματικά δε χρησιμοποίησα ούτε μια φορά περισσότερη δύναμη από όση έβαζε εκείνη και το ξέρω επειδή το είχα διαρκώς στο νου μου και το προσπαθούσα σε κάθε δοκιμή. Όχι επειδή θεωρώ αθέμιτο να ξεπεράσεις τον συνασκούμενό σου σε δύναμη (κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι σε μια συμπλοκή τα δύο μέρη θα είναι σίγουρα ισοδύναμα) αλλά επειδή κάθε μελέτη διαφέρει και επειδή εν προκειμένω το ζητούμενο ήταν η εξεύρεση κάποιας βασικής τεχνικής –μ’ άλλα λόγια, να ανακαλύψουμε αν μια τεχνική μπορεί να λειτουργήσει υπό τις βέλτιστες συνθήκες.


Πού ήταν λοιπόν το πρόβλημα; Προσωπικά το εντοπίζω στο ότι η συνασκούμενή μου έθετε ένα ερώτημα το οποίο ήταν εκτός των συμβάσεων του αϊκίντο και, άρα, οι απαντήσεις δε θα μπορούσαν να προέλθουν από το αϊκίντο. Κάνοντας μια στατική επίθεση (και ειδικά μια επίθεση που δεν έχει κανένα νόημα αν ο επιτιθέμενος είναι μόνο ένας) ξεκινούσε την εμπλοκή μας από ένα σημείο εντελώς διαφορετικό από αυτό που είθισται να αποτελεί το σημείο έναρξης των τεχνικών του αϊκίντο. Η έλλειψη κίνησης, η πολύ κοντινή απόσταση (απόσταση «grappling»  και όχι «arms reach») και η απουσία λογικής στρατηγικής (για ποιο λόγο αν ο ούκε είναι μόνος περνάει πίσω από τον νάγκε, για ποιο λόγο τον πιάνει από το λαιμό και από το ένα χέρι και για ποιο λόγο ο νάγκε το επιτρέπει;) μεταφέρουν το ερώτημά της από τη σφαίρα του αϊκίντο στη σφαίρα της φαντασίας. Και, κατά την άποψή μου, από τη στιγμή που το ερώτημα είναι φανταστικό (δηλαδή μη ρεαλιστικό), εξίσου φανταστικές (δηλαδή μη ρεαλιστικές) θα είναι και οι απαντήσεις.

Αυτό που με προβληματίζει είναι ότι παρά την εμπειρία της, η συνασκούμενή μου δε συνειδητοποιούσε ότι παραβαίνει τη σύμβαση –για την ακρίβεια, μου έδωσε την εντύπωση ότι αγνοούσε πλήρως ότι το αϊκίντο, όπως και κάθε άλλη πολεμική τέχνη ή μαχητικό σύστημα, λειτουργεί εντός μιας σύμβασης. Από τη συμπεριφορά της και τα λεγόμενά της ήταν σαφές ότι πίστευε ότι απάντηση υπήρχε αλλά εμείς δεν μπορούσαμε να την ανακαλύψουμε, εξ ου και η απογοήτευσή της∙ πίστευε μ’ άλλα λόγια ότι το αϊκίντο διαθέτει απαντήσεις σε όλα τα πιθανά ερωτήματα που μπορούν να τεθούν σε μια συμπλοκή παραβλέποντας την εξόφθαλμη πραγματικότητα: κανένα εργαλείο που έχει επινοήσει ο άνθρωπος δεν είναι φτιαγμένο για να μπορεί να κάνει όλες τις δουλειές.

Για να προλάβω τυχόν σχόλια, δεν είναι θέμα ευφυΐας –η συγκεκριμένη γυναίκα είναι άνω του μετρίου ευφυής και στα τρία χρόνια που τη γνωρίζω είχα πλείστες όσες ευκαιρίες να το διαπιστώσω. Είναι θέμα διδασκαλίας και παρουσίασης της τέχνης εκ μέρους των δασκάλων της. Κάτι που με προβλημάτιζε πάντοτε στο αϊκίντο ήταν ότι, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, οι περισσότεροι εκπαιδευτές που έχω γνωρίσει/παρακολουθήσει αποφεύγουν (συνειδητά ή ασυνείδητα) να επισημάνουν στους μαθητές τους την ύπαρξη των συμβάσεων –στο αϊκίντο ή σε οποιαδήποτε άλλη τέχνη- καλλιεργώντας έμμεσα ή άμεσα την πεποίθηση ότι το συγκεκριμένο σύστημα μπορεί να δώσει απαντήσεις στα πάντα. Όμως δεν μπορεί∙ όχι επειδή το αϊκίντο είναι προβληματικό (γιατί δεν είναι) αλλά επειδή δε γίνεται.

Η βασική σύμβαση του αϊκίντο, όπως το αντιλαμβάνομαι («πλημμελώς» θα επισημάνουν κάποιοι αλλά θα το ριψοκινδυνεύσω) είναι η κίνηση –ακόμα και δάσκαλοι που χρησιμοποιούν τη στατική εκδοχή την αντιμετωπίζουν σαν εκπαιδευτικό εργαλείο που θα οδηγήσει στην κίνηση∙ η εκπαιδευτική μέθοδος του εκλιπόντος Σάιτο Μοριχίρο αποκαλεί τα στάδια της άσκησης «κατάι γκέικο» («固い稽古») ή «άκαμπτη εξάσκηση», «γιαβαρακάι γκέικο» («柔らかい稽古») ή «εύκαμπτη εξάσκηση», «ναγκάρε νο κέικο» («流れの稽古») ή «ρέουσα εξάσκηση» και «κι νο ναγκάρε νο κέικο» («気の流れの稽古») ή «εξάσκηση με ρέον κι» και αξιολογεί τη στατική άσκηση («κατάι γκέικο») ως το επίπεδο του αρχάριου. Στο επίπεδο της συνασκούμενής μου τα ερωτήματα πρέπει να τίθενται πλέον στο πλαίσιο του ανώτατου επιπέδου, δηλαδή με τους δύο εμπλεκόμενους σε πλήρη κίνηση, με σαφή αντίληψη των προθέσεων και με αντιδράσεις πριν αυτές εκδηλωθούν.    

Το δικό μου ερώτημα, δηλαδή γιατί η συνασκούμενή μου δεν αντιλαμβάνεται τα παραπάνω μάλλον θα παραμείνει αναπάντητο∙ έχω μια θεωρία που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάποιες υποθέσεις όμως ήδη έχω γράψει πολλά οπότε προτιμώ να την αφήσω για κάποιο μελλοντικό ποστ. Το κείμενο αυτό, ωστόσο, θα ήταν ημιτελές αν δεν εξέφραζα για μια ακόμα φορά την απορία μου, την ίδια απορία που μου γεννιέται κάθε φορά που βλέπω παρόμοια περιστατικά (τα οποία βεβαίως δεν περιορίζονται στο αϊκίντο): πόσο ουσιώδης μπορεί να είναι μια εξάσκηση που δε λαμβάνει υπόψη την πραγματικότητα, τόσο της ίδιας της τέχνης όσο και την ευρύτερη; Και λέγοντας «ουσιώδης» δεν εννοώ αν έχει «πρακτική  εφαρμογή» αλλά αν προσφέρει στον ασκούμενο τρόπους να δει τον εαυτό του και τον κόσμο από μια διαφορετική οπτική γωνία∙ βάσει της προσωπικής μου αντίληψης, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να γίνει αν δεν κοιτάξει κανείς την πραγματικότητα κατάματα.

ΥΓ
Ναι, ξέρω ότι αν η πολεμική τέχνη/το μαχητικό σύστημα που διδάσκεται κανείς είναι πραγματικά σωστά σχεδιασμένο και δεν έχει πάψει να εξελίσσεται με το πέρασμα του χρόνου, ο ασκούμενος κάποια στιγμή ξεφεύγει από τις συμβάσεις και μπορεί να αντιδράσει ικανοποιητικά εντός οποιασδήποτε –σχεδόν- κατάστασης. Όμως και αυτό είναι αρκετά περίπλοκο θέμα που θα πρέπει, αναγκαστικά, να μετατεθεί σε μελλοντικό ποστ!

Monday, July 2, 2012

Περί σπαθιών


Έλαβα λοιπόν τις προάλλες ένα μέιλ από μια φίλη που πρόκειται να έρθει στο Τόκιο και καθώς συζητούσαμε για το πρόγραμμά της και για το πώς μπορούμε να το ταιριάξουμε με το δικό μου ώστε να πιούμε κάνα τσάι και να κουτσομπολέψουμε, μου λέει μεταξύ άλλων «Ο Βαγγέλης (κοινός μας φίλος και εξαιρετικό παιδί) θέλει κατάνα και θέλω να του την αγοράσω οπότε χρειάζομαι την ειδικότητά σου. Μπάτζετ, 500 ευρώ». Όσοι ξέρουν κάπως από σπαθιά θα καταλάβουν γιατί η παραπάνω πρόταση είναι ποικιλοτρόπως προβληματική όμως επειδή παρόμοιες ερωτήσεις μου γίνονται συχνά, σκέφτηκα ότι ίσως είναι καλό να γράψω ένα μικρό (;) κειμενάκι στο οποίο να παραπέμπω όποιους τις κάνουν. Έτσι, και εγώ δε θα επαναλαμβάνομαι και αυτοί θα έχουν έναν μπούσουλα για το τι να περιμένουν όταν αποφασίζουν να βουτήξουν στα νερά του ωκεανού που λέγεται «ιαπωνικό ξίφος».

Κατ’ αρχάς, αντιπαρέρχομαι το «θέλω κατάνα» –όλοι «κατάνα» το μάθαμε, οπότε ας μη γίνουμε τόσο δυσκοίλιοι λέγοντας ότι το σωστό θα ήταν «θέλω μεγάλο ιαπωνικό ξίφος» (γιατί υπάρχει και μικρό και ακόμα πιο μικρό, τα ουακιζάσι/κοντάτσι και τάντο αντίστοιχα) και πηγαίνω κατευθείαν στην ουσία: τα ιαπωνικά ξίφη χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες, τα αληθινά και τα ψεύτικα.

α) «Αληθινό» σημαίνει με ατσάλινη λάμα, ιδιαιτέρως κοφτερή.

β) «Ψεύτικο» σημαίνει με αλουμινένια λάμα (στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα κράμα αλουμινίου και άλλων μετάλλων) που δεν κόβει –δεν μπορεί καν να ακονιστεί

Τα ψεύτικα ξίφη μπορεί να είναι:

α) Αμιγώς διακοσμητικά (συνήθως πολύ φτηνές και άτσαλες κατασκευές με μεγάλη έμφαση στα εντυπωσιακά -διάβαζε: κινηματογραφικά- δεσίματα)

β) Ξίφη άσκησης για την τέχνη της ξιφούλκησης, το ιάιντο –στην τελευταία περίπτωση λέγονται «ιάιτο» (προσοχή: η τέχνη λέγεται «ιάιντο» και το ξίφος «ιάιτο» –υπάρχει ένα «ν» εκεί μέσα, ΟΚ;)

Τα αληθινά ξίφη, χωρίζονται κι αυτά σε κατηγορίες –και επειδή είναι αρκετές θα τις γενικεύσω κάπως, εν γνώσει ότι οι συλλέκτες και όσοι ασχολούνται σοβαρά θα φρυάξουν κάπως (αν ήθελα να γράψω μονογραφία για το ξίφος και όχι κείμενο για μπλογκ, θα το έκανα –εστέ μπόσικοι, ναι;) Ένα αληθινό ξίφος λοιπόν, μπορεί να είναι:

α) Φτιαγμένο το χέρι από έναν εν ζωή κατασκευαστή από τους περίπου διακόσιους που ζουν και παράγουν αυτή τη στιγμή στην Ιαπωνία.

β) Αντίκα (επίσης φτιαγμένη στο χέρι) από κάποιον που έζησε πριν από πενήντα, εκατό ή τριακόσια χρόνια.

γ) Κατασκευασμένο εργοστασιακά από κάποιο εργοστάσιο εντός ή εκτός Ιαπωνίας –στην περίπτωση αυτή, τεχνικά μιλώντας δε μιλάμε για «ιαπωνικό ξίφος» ή «νιχόν-το» καθώς για να μπορεί να πάρει το χαρακτηρισμό αυτό ένα ξίφος πρέπει όχι μόνο να έχει φτιαχτεί στην Ιαπωνία αλλά και με τον παραδοσιακό τρόπο (δηλαδή στο χέρι). Τα ξίφη αυτά φτιάχνονται κατά κανόνα στην Κίνα αλλά μερικές φορές η κατασκευή τους γίνεται υπό ιαπωνική επίβλεψη. 

δ) Κατασκευασμένο εργοστασιακά αλλά με προσανατολισμό στη διακόσμηση.

Και πάμε στο μέρος που αφορά άμεσα αυτούς που «θέλουν κατάνα» όπως ο Βαγγέλης, δηλαδή στο οικονομικό. Οι τιμές είναι όλες από την προσωπική μου εμπειρία αλλά δε νομίζω ότι το ποσοστό λάθους τους υπερβαίνει το +/- 5%: 

α) Ένα ιάιτο (ψεύτικο ξίφος άσκησης για την τέχνη του ιάιντο) κοστίζει από 400  μέχρι 1.200 ευρώ –το κόστος ανεβαίνει αναλόγως του δεσίματος καθώς η λάμα είναι λίγο-πολύ τυποποιημένη (θυμίζω ότι τα ξίφη αυτά φτιάχνονται χυτά σε εργοστάσια ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε βιοτεχνίες).

β) Ένα διακοσμητικό ψεύτικο κοστίζει από 250 μέχρι 1.000 ευρώ –και εδώ το κόστος έχει να κάνει με τα δεσίματα και τα διάφορα διακοσμητικά μπιχλιμπίδια που του κολλάνε για να φαίνεται πιο «σαμουράι».

γ) Ένα αληθινό ξίφος φτιαγμένο στο χέρι από έναν από τους διακόσιους κατασκευαστές κοστίζει από 5.000-10.000 ευρώ, μόνο η λάμα και από εκεί και πέρα τα δεσίματα μπορούν να ανεβάσουν την τιμή από άλλα 500 ως άλλα 1000 ευρώ –όπως και με τα ψεύτικα και/ή τα διακοσμητικά. Η μεγάλη διαφορά στην τιμή σχετίζεται κατά βάση με το πόσο διάσημος είναι ο κατασκευαστής.

δ) Ένα αληθινό ξίφος-αντίκα επίσης φτιαγμένο στο χέρι, κοστίζει ό,τι καταλαβαίνει ο ντίλερ που το πουλάει και ό,τι έχει ορίσει η αγορά συλλεκτών για το συγκεκριμένο κατασκευαστή και τη συγκεκριμένη περίοδο· όπως αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς, εδώ μπαίνουμε στην περιοχή των συλλεκτικών ειδών και/ή των έργων τέχνης, οπότε υπάρχει ένα ολόκληρο «χρηματιστήριο» που λειτουργεί γύρω από τα όπλα αυτά. Έχω ακούσει τιμές από 3.000 μέχρι και 40.000 ευρώ, οπότε είναι μάλλον αδύνατο να πει κανείς με βεβαιότητα χωρίς να μπει σε άκρως εξειδικευμένες λεπτομέρειες.

ε) Ένα αληθινό ξίφος κατασκευασμένο εργοστασιακά από κάποιο εργοστάσιο εντός ή (συχνότερα) εκτός Ιαπωνίας κοστίζει από 1.000 ως 3.000 ευρώ. Ο λόγος που ένα τέτοιο ξίφος παρότι δεν είναι χειροποίητο, μπορεί να φτάσει στα όρια ενός χειροποίητου είναι επειδή ορισμένα από τα ξίφη αυτά είναι πραγματικά πολύ καλής κατασκευής (ενίοτε από ατσάλια πολύ καλύτερης ποιότητας από τα χειροποίητα ιαπωνικά) και είναι φτιαγμένα με τη λογική της λειτουργικότητας· για να μη δημιουργούνται αλλοπρόσαλλες φαντασιώσεις, λέγοντας «λειτουργικότητα» εννοώ το κόψιμο στόχων διαφόρων ειδών στο πλαίσιο της εξάσκησης στην ιαπωνική ξιφομαχία.

στ') Ένα αληθινό ξίφος κατασκευασμένο εργοστασιακά αλλά με προσανατολισμό στη διακόσμηση κοστίζει από 300 έως 1.000 ευρώ. Η αισθητική των ξιφών αυτών ως προς την εμφάνιση είναι αυτό που περιμένει κανείς («το σπαθί του Χαϊλάντερ» κ.λπ.) ενώ η ποιότητα κατασκευής τους είναι τέτοια που τα κάνει εξόχως επικίνδυνα: κατά κανόνα είναι πολύ κακά κατασκευασμένα και δεν πληρούν τις βασικές προδιαγραφές ασφάλειας ούτε για αυτόν που τα κρατάει, ούτε για αυτούς που βρίσκονται γύρω του. Όμως είναι διακοσμητικά, οπότε ίσως τα παραπάνω να μην έχουν και τόση σημασία.

Συνοψίζω το οικονομικό μέρος:

Βασική ερώτηση: αληθινό ή ψεύτικο;
Αν είναι αληθινό: σύγχρονο χειροποίητο (5.000 - 10.000), αντίκα χειροποίητο (3.000 -40.000 ευρώ), εργοστασιακό «λειτουργικό» (1.000 - 3.000) ή εργοστασιακό διακοσμητικό (300 - 1.000 ευρώ);
Αν είναι ψεύτικο: ιάιτο εξάσκησης στο ιάιντο (400 - 1.200 ευρώ) ή διακοσμητικό  (250 - 1.000 ευρώ);

Ελπίζω τα παραπάνω να κάνουν κάπως σαφέστερες τις επιλογές που έχει κανείς στη διάθεσή του όταν σκέφτεται να αγοράσει ένα ξίφος. Προσωπική μου πρόταση (ή συμβουλή ή όπως αλλιώς θέλει να το πάρει κανείς) προς τους επίδοξους αγοραστές είναι να σκεφτούν τι ακριβώς θέλουν να αγοράσουν και πόσα λεφτά θέλουν να διαθέσουν και από εκεί και πέρα να ψάξουν όσο καλύτερα μπορούν μεταξύ των παραπάνω κατηγοριών –χάρη στο Ίντερνετ, καθένας μπορεί να έχει πρόσβαση σε κατασκευαστές ξιφών (ιδιώτες και εταιρείες), σε ντίλερ, σε συλλέκτες και σε καταστήματα, μεγάλα ή μικρά, στην Ιαπωνία και εκτός που διακινούν τα ξίφη αυτά. Παράλληλα, υπάρχουν και αρκετά σάιτ με πολλές (ενίοτε πάρα πολλές) και καλές πληροφορίες –ένα σάιτ που προσωπικά επισκεπτόμουν πάντοτε για πληροφορίες ήταν το Japanese Sword Guide του Richard Stein αλλά υπάρχουν δεκάδες άλλα.

Quick fix: επειδή υπάρχει και τέτοιος κόσμος, η γρήγορη απάντηση σε κάποιον που δεν μπορεί να πληρώσει πολλά αλλά που θέλει να τοποθετήσει τα (λίγα) λεφτά του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, είναι να αγοράσει ένα ιάιτο. Καθώς το θέλει βασικά για διακοσμητικό, το ιάιτο είναι εξίσου καλό στην εμφάνιση με ένα αληθινό ξίφος (στην Ιαπωνία, άλλωστε, οι άνθρωποι που φτιάχνουν τα δεσίματα των ιάιτο είναι λίγο-πολύ οι ίδιοι άνθρωποι που φτιάχνουν τα δεσίματα και των αληθινών ξιφών γι αυτό και το κόστος των δεσιμάτων είναι σχεδόν το ίδιο και στα μεν και στα δε) και αν κάποια στιγμή αποφασίσει να ασχοληθεί με τις τέχνες του ξίφους θα έχει έτοιμο το βασικό του εργαλείο –και όχι, κανένας δάσκαλος που σέβεται τον εαυτό του δεν πρόκειται να δεχτεί στην τάξη του έναν νέο μαθητή με κάποια διακοσμητική σαχλαμάρα από τη μείζονα περιοχή Ομονοίας.

Ελπίζω τα παραπάνω να δίνουν μια ικανοποιητική (αν και μάλλον πολύ φλύαρη) απάντηση στον καθ’ όλα αξιαγάπητο κατά τα λοιπά Βαγγέλη και σε οποιονδήποτε άλλον προβληματίζεται για το από πού θα ξεκινήσει για να αγοράσει ξίφος. Και, βεβαίως, δε χρειάζεται να πω ότι αν κάποιος θέλει μια πιο συγκεκριμένη συζήτηση με αφετηρία το παραπάνω κείμενο (προτάσεις για το πού μπορεί να αποταθεί για να αγοράσει το ξίφος του κ.λπ.) είμαι στη διάθεσή του. Δεν είμαι ντίλερ, δεν είμαι μεταπωλητής, δεν είμαι -προφανώς- κατασκευαστής και δεν είμαι συλλέκτης αλλά ασχολούμαι αρκετό καιρό με τα ιαπωνικά σπαθιά και, γκχμ, γκχμ, βρίσκομαι στο μέρος με την πιο εύκολη πρόσβαση στους καλύτερους ειδικούς γύρω από το θέμα!

Monday, March 12, 2012

Όνειρα ζωής...


Σήμερα το πρωί έτυχε και ξαναείδα μια φωτογραφία που έχει ποστάρει στο Facebook ένας σεμπάι μου από το αϊκίντο: η φωτογραφία είναι τραβηγμένη στο Κινκάκουτζι στο Κιότο με το σεμπάι σε πρώτο πλάνο και το διάσημο χρυσό περίπτερο/κιόσκι στο βάθος, πάνω από τη λιμνούλα Κιόουκοτσι –η συγκεκριμένη τοποθεσία είναι, πιθανότατα, ένα από τα πιο πολύ-φωτογραφημένα σημεία της Ιαπωνίας (και σίγουρα το πιο πολύ-φωτογραφημένο σημείο του Κιότο) και αμφιβάλλω αν υπάρχει κάποιος που θα βρεθεί εκεί και δε θα συμμεριστεί την αίσθηση ότι βρίσκεται μέσα σ’ ένα όνειρο.

Η λέξη «όνειρο» είναι σημαντική εδώ επειδή στα σχόλια που συνοδεύουν τη φωτογραφία χρησιμοποιείται και από το φίλο και από κάποιους άλλους χρήστες. Πιο συγκεκριμένα, μιλούν για «όνειρο ζωής» αναφερόμενοι σε ένα ταξίδι στο Κιότο ή στην Ιαπωνία γενικότερα –και σ’ αυτή την έκφραση είναι που θέλω να σταθώ (εξ' ου και ο τίτλος του ποστ!) καθώς για τη δική μου αντίληψη πραγμάτων, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για ένα από τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει το μπούντο εκτός Ιαπωνίας. Σήμερα και, από όσο μπορώ να καταλάβω, πάντα.

Λέγοντας ότι ένα ταξίδι στην Ιαπωνία είναι «όνειρο ζωής» για κάποιον που κάνει μπούντο, έχουμε το πρώτο βήμα για την εξιδανίκευση της Ιαπωνίας· μ’ άλλα λόγια, για την αναγωγή της σε κάτι που δεν είναι αλλά που εμείς νομίζουμε ότι είναι ή που εμείς θέλουμε να είναι. Μ’ άλλα λόγια, υπάρχει η Ιαπωνία που υπάρχει και η Ιαπωνία που φανταζόμαστε ότι υπάρχει. Και επειδή οι περισσότεροι από όσους ασκούμαστε στο μπούντο δεν έχουμε πάει στην Ιαπωνία (άλλωστε, πρόκειται για «όνειρο ζωής»), το μόνο μας μέτρο είναι η εξιδανικευμένη εικόνα της.

Και εδώ είναι που αρχίζουν τα προβλήματα: ένας εκπαιδευτής που προσπαθεί να διδάξει έχοντας κατά νου μια τέτοια, φανταστική εικόνα, αναγκάζει τους μαθητές του να κινηθούν σε ένα πλαίσιο που ορίζεται από αρχές εκτός πραγματικότητας –ότι οι μαθητές συνήθως έρχονται στο ντότζο
επίσης υποκινούμενοι από την ίδια εικόνα κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Και επειδή οι μαθητές αυτοί κάποια μέρα θα γίνουν δάσκαλοι (κάποιοι τουλάχιστον) θα αναπαραγάγουν αυτήν την εικόνα και αυτό το πλαίσιο στους δικούς τους μαθητές με αποτέλεσμα, σε βάθος χρόνου, να δημιουργηθεί μια κατεστημένη αντίληψη περί Ιαπωνίας και περί μπούντο η οποία θα παραμένει εκτός πραγματικότητας –και συνεπώς, εντελώς εσφαλμένη.

Προϊόντα αυτής της εσφαλμένης αντίληψης; Όλα τα στερεότυπα που βλέπουμε στα ντότζο: η αναγωγή της «μαύρης ζώνης» στον απόλυτο στόχο, η εφαρμογή μιας ακραίας πειθαρχίας που συνήθως απλώς ικανοποιεί τα ερασιτεχνικά στρατιωτικά απωθημένα ορισμένων εκπαιδευτών, η ανισόρροπη και στηριγμένη σε ψεύδο-επιστημονικές αρχές (και άρα επικίνδυνη) εξάσκηση, τα παιχνίδια εξουσίας (και η σχεδόν αναπόφευκτη κατάχρησή της), η προαγωγή αμέτρητων κοινοτοπιών σχετικά με τους «σαμουράι», τη «φιλοσοφία» τους την «ενέργεια» και την «Ατραπό» (πάντα με κεφαλαίο «Α») και αρκετά ακόμα –όσοι έχουν εμπλακεί με το μπούντο ξέρουν καλά για τι πράγμα μιλάω. 

Αν δεν έχει γίνει σαφές μιλάω από τη θέση ενός ανθρώπου που αγαπάει το μπούντο· πρόκειται για το μόνο ενδιαφέρον από την παιδική μου ηλικία που παραμένει ακμαίο. Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, κατάφερα να ασχοληθώ λιγότερο ή περισσότερο με αρκετές διαφορετικές εκφάνσεις του και με μερικούς εξαιρετικούς δασκάλους (κάποτε εξαιρετικά καλούς και κάποτε εξαιρετικά κακούς) ενώ για μια περίοδο της ζωής μου η θεωρητική του πλευρά ήταν η δουλειά μου με αποτέλεσμα να έχω την ευκαιρία να διαβάσω ένα μεγάλο κομμάτι της αγγλόφωνης βιβλιογραφίας και σχεδόν το σύνολο της σοβαρής αγγλόφωνης βιβλιογραφίας. Και στο μέτρο που μπόρεσα, συνέβαλλα στην εξάπλωσή του –και στο μέτρο που μπορώ, το κάνω ακόμα.

Με βάση τα παραπάνω, λέω λοιπόν τούτο: ένα ταξίδι στην Ιαπωνία δεν είναι «όνειρο ζωής». Είναι προγραμματισμός και υπομονή για να μπορέσει να μαζέψει κανείς τα 2000 ευρώ που χρειάζονται για να περάσει 10 μέρες εδώ· ναι, ξέρω ότι τη στιγμή αυτή, για τα ελληνικά δεδομένα (και, ίσως και για τα ιαπωνικά) τα 2000 ευρώ είναι μια περιουσία, όμως παρόλα αυτά, είναι ένα ποσό που αν κανείς αποφασίσει να το μαζέψει, μπορεί. Και όταν θα έρθει εδώ, θα δει ότι η Ιαπωνία είναι ένα πραγματικό μέρος ταυτόχρονα συναρπαστικό και θλιβερά μίζερο, με πραγματικούς ανθρώπους, ταυτόχρονα υπέροχους και εξοργιστικούς. 

Κάτι ανάλογο ισχύει και με το μπούντο: είναι μια δραστηριότητα –κάτι που κάνουν κάποιοι άνθρωποι, όπως κάποιοι άλλοι παίζουν γκολφ και κάποιοι άλλοι πατσίνκο.  Οι περισσότεροι ασχολούνται 1-2 φορές την εβδομάδα, κυρίως τα σαββατοκύριακα, η πειθαρχία είναι μεν ορατή αλά δεν είναι εξόφθαλμη και οι συζητήσεις περί «φιλοσοφίας» είναι, γενικά, ανύπαρκτες· η δε «μαύρη ζώνη»  είναι κάτι που παίρνεις μετά από 1-2 χρόνια μαθημάτων.  Όχι επειδή οι ιάπωνες «έχουν ξεπουληθεί» αλλά επειδή ήταν πάντα έτσι –απλώς οι δυτικοί δεν το ξέραμε καθώς ήμασταν πολύ απασχολημένοι με το να ονειρευόμαστε την Ιαπωνία (ενίοτε για όλη μας τη ζωή) αντί να ταξιδέψουμε σ’ αυτή και να τη μάθουμε. 


Όλα τα παραπάνω δεν είναι μομφή στο σεμπάι μου από το αϊκίντο –παραμένει ένας από τους συμπαθέστερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει και η ιδέα ότι όταν βρίσκομαι στην Ελλάδα μπορώ να περάσω από το ντότζο του για προπόνηση με κάνει να αισθάνομαι πολύ καλά. Η φωτογραφία του και τα σχόλια που τη συνοδεύουν ήταν, όπως είπα, απλώς η αφορμή για να γράψω μερικές σκέψεις γύρω από ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα του μπούντο –και όχι μόνο, καθώς όπως ξέρουν όσοι διαβάζουν το άλλο μου μπλογκ, το «Πανκ Ζεν», το συγκεκριμένο πρόβλημα αποτελεί τη βάση για τη διαμόρφωση όλης της κοσμοθεωρίας και φιλοσοφίας του βουδισμού Ζεν: Τα «όνειρα ζωής» είναι το σοβαρότερο εμπόδιο για την ίδια τη ζωή –ας αφήσουμε τα όνειρα για τον ύπνο και ας αφιερώσουμε τη συνειδητή μας ζωή απλώς στο να ζούμε.