Sunday, February 20, 2011

Η Αστική Τάξη Πάει στο Ντότζο

Είναι μάλλον κοινή γνώση ότι ο τρόπος ζωής μας έχει επηρεαστεί τα μέγιστα από την κοινωνική κινητικότητα του δέκατου έκτου-δέκατου έβδομου αιώνα. Και για την ακρίβεια από τη δημιουργία της αστικής τάξης και τη διάθεσή της να βελτιώσει τον τρόπο ζωής της και την παρουσία της μέσα στο κοινωνικό σύστημα. Δεν είναι περίεργο –κάποια στιγμή οι άνθρωποι των πόλεων συνειδητοποίησαν ότι αν και είχαν χρήματα που τους επέτρεπαν να αγοράσουν αγαθά, βρίσκονταν μια (ή περισσότερες) θέσεις της κοινωνικές κλίμακας πιο κάτω από κάποιους άλλους που απλώς είχαν γεννηθεί στην «σωστή» οικογένεια. Και σχεδόν σε όλες τις κοινωνίες, η «σωστή» οικογένεια είχε στην ιστορία της, κάποια ανάμιξη με το ευγενές επάγγελμα της οργανωμένης, θεσμοθετημένης και δικαιολογημένης μαζικής ανθρωποκτονίας. Ή για οικονομία της συζήτησης, με το επάγγελμα του πολέμου.

Τέτοιες οικογένειες υπάρχουν βεβαίως και στις μέρες μας, αν και τα μέλη τους απολαμβάνουν ελάχιστη κοινωνική καταξίωση, τουλάχιστον από την κοινωνία στο σύνολό της. Υπάρχουν πάντοτε εκείνοι που θεωρούν τις στολές γοητευτικές (περί ορέξεως κ.λπ.) καθώς και εκείνοι που βρίσκουν ελκυστική την προοπτική της άμεσης επαγγελματικής αποκατάστασης (σε τελική ανάλυση οι στρατιωτικές σχολές είναι οι μόνες που εγγυώνται εμπράκτως 100% απορρόφηση από την αγορά εργασίας), όμως σε γενικές γραμμές οι επαγγελματίες στρατιώτες έχουν εκτοπιστεί από τις υψηλές θέσεις εκτίμησης στην κοινωνική συνείδηση. Πιθανώς επειδή τα τελευταία 60 χρόνια, ελάχιστη παραγωγική εργασία προσφέρουν στην καθημερινότητά μας –ένας λόγος που έχαιραν μεγαλύτερου σεβασμού πριν από 40 ή 50 χρόνια ήταν επειδή πρόσφεραν στην κοινωνία κάτι σημαντικό. Δηλαδή πολεμούσαν.

Σήμερα όλοι μας είμαστε, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, αστοί. Ακόμα και εκείνοι εξ υμών που τυγχάνουν χειρώνακτες, διαθέτουν (χάρη στο συνδικαλιστικό κίνημα, στην ευρύτερη κοινωνική οργάνωση αλλά και στις φιλότιμες προσπάθειες των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων) αντίληψη αστού, ανησυχίες αστού, ιδεολογία αστού και φιλοδοξίες αστού. Αυτό που ο θείος Κάρολος αποκαλούσε «ταξική συνείδηση» έχει γίνει κάπως ασαφές, αναπόφευκτη συνέπεια –μεταξύ άλλων– του ότι η ίδια η ταξική διαστρωμάτωση πλέον γίνεται όχι βάσει επαγγέλματος αλλά βάσει οικονομικών απολαβών και του ότι η διόγκωση των πόλεών μας, μας έχει ομογενοποιήσει σχεδόν απόλυτα. Εν ολίγοις σύντροφοι, υπάρχει μια βάσιμη υποψία ότι η επανάσταση μάλλον δε θα γίνει την επόμενη Τετάρτη –όποιος θέλει, μπορεί να δει άνετα το ματς στην τηλεόραση.

Ποιος ο λόγος για την παραπάνω αδέξια απόπειρα κοινωνιολογικής ανάλυσης; Ότι καλόν θα ήτο να συμπεριλάβουμε στις ανησυχίες μας περί πολεμικών τεχνών το από πού ερχόμαστε, πού πηγαίνουμε, από πού έρχονται οι τέχνες με τις οποίες ασχολούμαστε και πού πηγαίνουν. Ίσως αυτό θα μας βοηθήσει να τις κατανοήσουμε καλύτερα και να αποκομίσουμε από αυτές αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε και αυτό που πραγματικά μπορούν να μας προσφέρουν. Και όταν λέω από πού ερχόμαστε και πού πηγαίνουμε, εννοώ πέραν του «προσωπικά» και το «κοινωνικά» –εκτός αν κάποιοι θεωρούν εαυτούς εκτός κοινωνίας ή ετοιμάζονται για κάποια πολύ ριζική αλλαγή του τρόπου ζωής τους (π.χ. να πάρουν τα βουνά, να γίνουν αγρότες κ.λπ.)

Οι πολεμικές τέχνες (ή τουλάχιστον η πλειονότητά τους) είναι εκφράσεις των κοινωνιών του παρελθόντος. Το ότι υπάρχουν μέχρι σήμερα σημαίνει ότι εξελίχθηκαν μέσα στους αιώνες, απορροφώντας (κάποια) στοιχεία από την εκάστοτε εποχή και κοινωνία και απορρίπτοντας (κάποια) στοιχεία από τις προηγούμενες. Δε πρόκειται για κάτι μοναδικό. Όλες οι εκφράσεις του πολιτισμού υφίστανται τέτοιες αλλαγές και –σε ιδανική μορφή– καταφέρνουν έτσι να διατηρήσουν την ουσία τους παρά τις τεράστιες διαφορές μεταξύ των κοινωνιών που τις γέννησαν π.χ. πριν από 500 χρόνια και των σημερινών. Οι άνθρωποι που παίζουν (ή που ακούν) τη μουσική του Μπαχ (ή του Μπάντι Χόλι) σήμερα δε ζουν όπως έζησαν εκείνοι στις αρχές του 18ου αιώνα (ή στη δεκαετία του '50), όμως αυτό δεν εμποδίζει ούτε τους μεν ούτε τους δε να την απολαύσουν.

Τα παραπάνω μας φέρνουν σε μια προέκταση του θέματος περί του οποίου απεραντολόγησε η στήλη τον προηγούμενο μήνα: αυτού της πολεμικής καταγωγής και αποτελεσματικότητας των πολεμικών τεχνών και του αν και κατά πόσον αυτό το κριτήριο είναι το μοναδικό προκειμένου κάποιος να επιλέξει να ασχοληθεί με τη μια ή την άλλη τέχνη. Και με κίνδυνο να επαναληφθούμε (ή να κατηγορηθούμε για εμμονές –λες και το κόλλημα με τον «πολεμική καταγωγή» ή με «τον δρόμο» δεν είναι εμμονή), η εξέλιξη των κοινωνιών μας γενικά αλλά και ημών των ιδίων προσωπικά, μάλλον θέτει υπό σοβαρή αμφισβήτηση το αν και κατά πόσον χρειαζόμαστε πραγματικά κάτι που γεννήθηκε στα πεδία των μαχών της Ιαπωνίας του δέκατου τέταρτου αιώνα. Σε τελική ανάλυση, αν οι τέχνες εξελίχθηκαν, μήπως πρέπει να εξελιχθούμε και εμείς;

Πέραν του πραγματικού λαογραφικού/ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος για μια ξένη κουλτούρα, του φολκλορισμού ή κάποιας ρομαντικής τάσης για ενασχόληση με κάτι «κρυφό», δεν υπάρχει κανένας πρακτικός λόγος να προτιμήσει κανείς να μάθει π.χ. το τέσεν-τζούτσου της Σινκάγκε Ρίου αντί π.χ. το τζόντο της Παν-Ιαπωνικής Ομοσπονδίας Κέντο. Οι πέντε αιώνες που χωρίζουν τις δύο τέχνες ελάχιστη διαφορά κάνουν για έναν αστό και αν το δει κανείς από ιδεολογικής/κοινωνιολογικής πλευράς οι άνθρωποι που διαμόρφωσαν το τζόντο της ΠΙ.Ο.Κ. είναι πολύ πιο κοντά μας και η ζωή τους πολύ πιο κοντινή στη δική μας. Το πραγματικό ερώτημα είναι αν οι άνθρωποι αυτοί έχουν μεταφέρει την ουσία του κλασσικού τζοτζούτσου (Σίντο Μούσο Ρίου) στο σύγχρονο τζόντο –και λαμβάνοντας υπόψη το ποιοι ήταν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι υποπτεύομαι ότι το έχουν πετύχει.

Στο μέτρο που η ζωή στις κοινωνίες μας, μας έχει κάνει να σκεφτόμαστε τα πάντα ως «προϊόντα» τα οποία συγκρίνουμε για να δούμε αν μας κάνουν, ίσως αξίζει τον κόπο να επεκτείνουμε την αντίληψη αυτή και στο κριτήριο με το οποίο επιλέγουμε με ποιά πολεμική τέχνη θα ασχοληθούμε. Η καταγωγή κάποιας τέχνης από τον πόλεμο δεν σημαίνει τίποτα για κανέναν άλλον, πέραν από τους ανθρώπους που ασχολούνται με τον πόλεμο –τον πραγματικό και όχι τους πάσης φύσεως «μεταφορικούς». Εκτός αν κάποιος πιστεύει ότι η λογομαχία με τον διευθυντή του πονάει το ίδιο με το να του καρφώσουν στα νεφρά μια ατσάλινη λεπίδα μήκους 70 εκατοστών...

...ή έτσι λεει ο σεμπάι τουλάχιστον. Εγώ απλώς το μεταφέρω...

No comments: